49ο ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΤΕΥΧΟΣ 15

ΠΡΟΛΟΓΟΣ      ΕΙΣΑΓΩΓΗ         ΜΕΤΕΩΡΟΛΟΓΙΚΑ ΦΑΙΝΟΜΕΝΑ        ΑΝΕΜΟΣ        ΟΜΗΡΙΚΗ ΚΛΙΜΑΚΑ ΑΝΕΜΩΝ        ΘΑΛΑΣΣΑ
ΡΕΥΜΑΤΑ ΣΤΗ ΜΕΣΟΓΕΙΟ - ΡΕΥΜΑΤΑ ΣΤΟ ΑΙΓΑΙΟ - ΟΡΑΤΟΤΗΤΑ       ΣΥΝΝΕΦΑ            ΟΜΙΧΛΗ
ΚΑΤΑΚΡΗΜΝΙΣΜΑΤΑ          
ΑΤΜΟΣΦΑΙΡΙΚΑ ΦΑΙΝΟΜΕΝΑ - ΟΥΡΑΝΙΟ ΤΟΞΟ - ΚΑΥΣΩΝΑΣ
ΕΠΙΛΟΓΟΣ        ΕΤΗΣΙΑ ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ ΜΕΤΕΩΡΟΛΟΓΙΚΟΥ ΣΤΑΘΜΟΥ 2018        ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

ΘΑΛΑΣΣΑ

    Εκτός από τη λέξη αλς στα ομηρικά έπη απαντούν τέσσερις ακόμα διαφορετικές λέξεις για τη θάλασσα: θάλασσα, πόντος, πέλαγος και Ωκεανός.

   Στα ομηρικά έπη υπάρχει μια λέξη, η οποία δεν έχει αντίστοιχή της στη νεοελληνική γλώσσα, πιθανόν ούτε και σε άλλες ευρωπαϊκές και περιγράφει το χαρακτήρα πολλών τόπων του ελλαδικού χώρου. Είναι η λέξη αμφίαλος. Η γη που περιβάλλεται, περικυκλώνεται από θάλασσα. Συχνά έτσι χαρακτηρίζει ο Όμηρος την Ιθάκη (Οδ α 386, 395). Στον ελλαδικό χώρο αμφίαλοι νήσοι και γαίες περικλείονται και απομονώνονται από τη θάλασσα διαμορφώνοντας κοινωνικούς και πολιτισμικούς πυρήνες. Η λέξη α΅φίαλος (α΅φί+ αλς) απαντάται ήδη στις Μυκηναϊκές πινακίδες Γραμμικής Β (a-pi-a-ro).

DSCN7058.JPG

Αμφίαλος Σπήλαιο Φράχθι

  Η αρχαία λέξη αλς ως αρσενικό ήταν το αλάτι, ενώ ως θηλυκό, ἡ αλς, ήταν η θάλασσα. Προέρχεται από την ινδοευρωπαϊκή ρίζα *sal-, η οποία αρχικά σήμαινε το αλάτι.

  Η έννοια της θάλασσας ως αλς, απαντάται κυρίως στα ομηρικά έπη και την ποίηση. Δηλώνει κυρίως τα ρηχά νερά στην ακροθαλασσιά. «Παρά θίν’ αλός»  είναι η περίφημη ομηρική φράση που δηλώνει την αμμουδιά δίπλα στη θάλασσα. Στο χωρίο όμως (Οδ. μ 27) όπου υπάρχει αντίθεσης προς τη γη, φαίνεται ότι δηλώνεται η θάλασσα εν γένει.

  Ο θίς, του θινός, η θίνα στη νεοελληνική, είναι η αμμουδιά και ο αμμόλοφος και στον Όμηρο επιπλέον η παραλία εν γένει.  Το αρσενικό γένος της λέξης θις στον Όμηρο φαίνεται από τη φράση της Ιλιάδας «θιν’ ενί φυκιόεντι» (Ιλ. Ψ 693), που δηλώνει την παραλία με φύκια. Το ομηρικό  φύκος είναι το φύκι.

  Το ισχυρότερο παράγωγο της λέξης ἅλς είναι ο αλιεύς, επίσης ομηρική λέξη, από όπου τα αλιεύματα, ο ψαράς και οι καρποί της θάλασσας, τα ψάρια.

issosmesa.jpg

Ίσσο Κέρκυρα

  Η λέξη θάλασσα φαίνεται ότι είναι η αρχαιότερη, τόσο που η ετυμολογία της χάνεται στο χρόνο και μας παραμένει άγνωστη. Κατά τον Γεώργιο Μπαμπινιώτη, γλωσσολόγο, Καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών, η λέξη θάλασσα δεν απαντά σε καμία άλλη γλώσσα της οικογένειας των γλωσσών στην οποία ανήκει η Ελληνική, ούτε σε άλλη γλωσσική οικογένεια ή μεμονωμένη γλώσσα. Είναι μία προελληνική λέξη, την οποία υιοθέτησαν οι Έλληνες από τους Προέλληνες.

  Στις άλλες γλώσσες της ινδοευρωπαϊκής οικογένειας οι λέξεις για τη θάλασσα ανάγονται στη ρίζα mar. Κατά τον καθηγητή Μπαμπινιώτη η ρίζα αυτή φαίνεται να συνδέεται με το αρχαίο ελληνικό ρήμα μαρμαίρω που σημαίνει λάμπω, ακτινοβολώ, δηλώνοντας τη συνήθη εικόνα της θάλασσας. Στην Ελληνική από αυτό το ρήμα προέρχεται η λέξη μάρμαρο, κυριολεκτικά δηλαδή η στιλπνή επιφάνεια που ακτινοβολεί και η μαρμαρυγή, το λαμπύρισμα.

Το πέλαγος και ο πόντος

  Οι ομηρικοί ήρωες ταξιδεύουν στα ευρέα νώτα θαλάσσης (Ιλ. Β 159, Οδ. γ 142), στην πλατιά επιφάνεια της θάλασσας, στα θαλάσσια πλάτη και στο πέλαγος, στην ανοιχτή θάλασσα. Το πέλαγος είναι μια επίπεδη ανοιχτή υγρή επιφάνεια με αλμυρό νερό, που συνήθως αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης θάλασσας.

  Το Αιγαίο, το Ιόνιο, το Κρητικό πέλαγος αποτελούν επιφάνειες της ευρύτερης θάλασσας, της Μεσογείου. Ο Μπαμπινιώτης δέχεται την ετυμολογία της λέξης από την ινδοευρωπαϊκή ρίζα *pela-, που σήμαινε επίπεδος.

Από την ίδια ρίζα προέρχεται στα ελληνικά η πλαξ, η πλάκα και η παλάμη. Κατά τον Γεώργιο Κούρτιο (Georg Kurtius, 1820-1885), Γερμανό κλασικό φιλόλογο και καθηγητή στα Πανεπιστήμια του Βερολίνου και της Πράγας, εμβριθή μελετητή της ετυμολογίας της αρχαίας ελληνική γλώσσας, η λέξη πέλαγος παράγεται από το ρήμα πελάζω= αλληλοκτυπώ, συγκρούομαι, εξαιτίας της πλήξης των κυμάτων, της συντριβής προς την ακτή ή μάλλον της σφοδρής σύγκρουσης μεταξύ τους.

ual3.jpg

Πέλαγος

  Η λέξη πόντος σημαίνει θαλάσσιο πέρασμα, θάλασσα που λειτουργεί ως πέρασμα από μια στεριά σε μια άλλη. Ο Εύξεινος Πόντος, ο Ελλήσποντος αποτελούν τέτοια παραδείγματα που έχουν διατηρηθεί στη νεοελληνική.

  Ο  Όμηρος μιλάει για ποντοπόρα πλοία. Ο ομηρικός πόντος μπορεί να είναι απείριτος, δηλαδή άπειρος, απέραντος, μεγακήτης, έχοντας πολλά και μεγάλα κήτη, μέλας, σκοτεινός ή οίνοψ, στο χρώμα του σκουρόχρωμου κρασιού.

Ο Ωκεανός

  Η θάλασσα στα ομηρικά έπη δηλώνει τη Μεσόγειο θάλασσα σε αντίθεση με τον Ωκεανό, την εξωτερική της Μεσογείου θάλασσα. Η λέξη αυτή που σήμερα σημαίνει υδάτινες επιφάνειες αλμυρού νερού που χωρίζουν τις ηπείρους σε πολλές γλώσσες (ocean στα αγγλικά), προέρχεται από το όνομα ενός μυθικού ποταμού, του Ωκεανού.

   Στα ομηρικά έπη η θάλασσα περιγράφεται με πολλά επίθετα. Κάποια από τα αυτά χρησιμοποιούμε και εμείς σήμερα. Ιχθυόεσσα και ιχθυόης πόντος είναι η θάλασσα που τρέφει αλιεύματα και είναι γεμάτη ιχθείς, ψάρια, ψαροτρόφος θα λέγαμε σήμερα. ’λλα ομηρικά επίθετα δεν τα χρησιμοποιούμε πλέον και η ερμηνεία τους προβληματίζει.

  Ατρύγετος είναι ένα επίθετο της ομηρικής θάλασσας, η ετυμολογία και η σημασία του οποίου διχάζει τους μελετητές. Κατά μία άποψη σημαίνει που δεν μπορείς να την τρυγήσεις, άκαρπη, έρημη. Το επίθετο αυτό στα ομηρικά έπη χαρακτηρίζει τη θάλασσα, αλλά και τον αιθέρα.

  Λογικότερη όμως φαίνεται η ετυμολογία από το α στερητικό και το ρήμα τρύω, ακαταπόνητη, αδάμαστη ή από το τρύζω -από όπου και η λέξη τρυγών, το τρυγόνι- που σημαίνει το χαρακτηριστικό βογκητό της θάλασσας. Έτσι ο ατρύγετος πόντος θα είναι η θάλασσα η ηχήεσσα, η πολύφλοισβος.

  Και στις δύο τελευταίες ετυμολογικές εκδοχές η ατρύγετος θάλασσα σημαίνει την αγριότητα και την επικινδυνότητά της. Ο Ιωάννης Πανταζίδης (1888) στο Ομηρικό Λεξικό του (σ. 110) αναφέρει την προσωπική μαρτυρία του: «’κουσα ότι οι Ιθακήσιοι ναυτικοί ονομάζουν μέχρι σήμερα την άγρια και τρικυμιώδη θάλασσα ατρύητη. Έτσι διηγούμενοι τους επικίνδυνους πλους στον Εύξεινο Πόντο λένε μας έπιασε μια θάλασσα ατρύητη.» (απόδοση από την αρχαΐζουσα).

  «Ελαύνω γαλήνην» (Οδ. η 319) στην Οδύσσεια είναι «πλέω σε γαλήνια θάλασσα». Η λέξη γαλήνη στα έπη σημαίνει τη νηνεμία της θάλασσας και από εκεί την ηρεμία, την ησυχία.

Απεικόνιση παράλιας πόλης και λιμένος σε τοιχογραφία της προϊστορικής Θήρας.

Απεικόνιση παράλιας πόλης και λιμένος σε τοιχογραφία της προϊστορικής Θήρας.

  Για τους περισσότερους από εμάς η θάλασσα είναι μπλε ή γαλάζια ή έχει σμαραγδοπράσινα νερά. Για τους ψαράδες όμως και τους ναυτικούς αλλάζει διαρκώς χρώματα στη διάρκεια της ημέρας, από την ανατολή ως το ηλιοβασίλεμα και ανάλογα με τα χρώματα της στεριάς που καθρεφτίζεται στην επιφάνειά της.

  Είναι ενδιαφέρον το γεγονός ότι ούτε στην Ιλιάδα ούτε στην Οδύσσεια η θάλασσα δεν περιγράφεται ως κυανή, παρότι η λέξη κυανός υπήρχε στην ομηρική γλώσσα. Καταρχήν ως χρώμα, διότι το επίθετο κυανόπρωρος, με βαμμένη κυανή πρώρη χαρακτηρίζει τα ομηρικά πλοία και αναφέρεται περίπου είκοσι φορές στα έπη (Οδ. γ 299, ι 482, 540, μ 100, 148, Ιλ. Ο 693, Ψ 852, 878 κ.ά.).

  Είναι ο συχνότερος χαρακτηρισμός του χρώματος των πλοίων μετά το μέλαιναι νήες, μαύρα, μελανά πλοία, που αναφέρεται 82 φορές στα έπη (Οδ. ι 360, θ 34, ο 218, 503, Ιλ. Α 141, 300, 329, Β 170, 358, 534, 652, 737, 747, 759, Ε 550,κ.ά). Από δύο φορές χαρακτηρίζονται οι νήες ως μιλτοπάρηες (Οδ.ι 125, Ιλ. Β 637) και φοινικοπάρηες (Οδ. λ 124, ψ 271).

  Αυτές οι λέξεις σημαίνουν το ερυθρό και το πορφυρό αντίστοιχα χρώμα των παρειών, των πλευρών των πλοίων. Κυανοχαίτης, δηλαδή μαυρομάλλης, ονομάζεται ο Ποσειδών και ο Έκτωρ, και κυανές οι τρίχες στα γένια του Οδυσσέα, γεγονός που σημαίνει ότι η λέξη σήμαινε το βαθύ κυανό, το σκοτεινό, το μέλαν.

  Κυανόπεπλος είναι η πενθούσα θεά Δήμητρα στους ομηρικούς ύμνους για το χαμό της Περσεφόνης. Κυανώπις, με κυανά μάτια, ονομάζεται η Αμφιτρίτη. Κυανά είναι τα σύννεφα, σκοτεινά, μαύρα. Στην Ιλιάδα (Δ 282) «κυάνεαι φάλαγγες» χαρακτηρίζονται αυτές των πολεμιστών.

p12.jpg

Πολιή θάλασσα

  Η ομηρική θάλασσα είναι πολιή. Το ομηρικό επίθετο πολιός, -η, -όν περιγράφει συνήθως τα ψαρά μαλλιά, τα ασπρόμαυρα, είτε εξαιτίας της ηλικίας (π.χ. του Λαέρτη) είτε πρωτογενώς (π.χ. το τρίχωμα του λύκου). Για τη θάλασσα μπορεί να χρησιμοποιείται με την έννοια των αντίθετων αποχρώσεων του φωτεινού και του σκοτεινού, όταν στραφταλίζει στο φως του ήλιου ή όταν λευκαίνει τη σκοτεινή επιφάνειά της ο αφρός των κυμάτων.

  Όταν ενσωματώνει στην επιφάνεια της το δυνατό φως του ήλιου είναι αίθωψ (αιθός+ώψ) έχοντας την όψη του πυρός, φλογώδης. Όχι ερυθρή, διότι αλλού το επίθετο χρησιμοποιείται για τον οίνο μαζί με το επίθετο ερυθρός, μάλλον σπινθηροβολούσα, στραφταλίζουσα.

  Οι ραψωδοί των επών τραγουδούσαν τη θάλασσα ως πορφυρή, χάλκινη, έχουσα το χρώμα του χαλκού, οίνοπα (Οδ. γ286).

  Ο οίνωψ (οίνος+ώψ) πόντος είναι η θάλασσα που είναι στην όψη σαν το κρασί.

anatoli-kokkino.jpg

Οίνοπας πόντος