49ο ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΤΕΥΧΟΣ 15

ΠΡΟΛΟΓΟΣ      ΕΙΣΑΓΩΓΗ         ΜΕΤΕΩΡΟΛΟΓΙΚΑ ΦΑΙΝΟΜΕΝΑ        ΑΝΕΜΟΣ        ΟΜΗΡΙΚΗ ΚΛΙΜΑΚΑ ΑΝΕΜΩΝ        ΘΑΛΑΣΣΑ
ΡΕΥΜΑΤΑ ΣΤΗ ΜΕΣΟΓΕΙΟ - ΡΕΥΜΑΤΑ ΣΤΟ ΑΙΓΑΙΟ - ΟΡΑΤΟΤΗΤΑ       ΣΥΝΝΕΦΑ            ΟΜΙΧΛΗ
ΚΑΤΑΚΡΗΜΝΙΣΜΑΤΑ          
ΑΤΜΟΣΦΑΙΡΙΚΑ ΦΑΙΝΟΜΕΝΑ - ΟΥΡΑΝΙΟ ΤΟΞΟ - ΚΑΥΣΩΝΑΣ
ΕΠΙΛΟΓΟΣ        ΕΤΗΣΙΑ ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ ΜΕΤΕΩΡΟΛΟΓΙΚΟΥ ΣΤΑΘΜΟΥ 2018        ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

 

ΡΕΥΜΑΤΑ ΣΤΗ ΜΕΣΟΓΕΙΟ

  Η επιφανειακή κυκλοφορία των υδάτων στη Μεσόγειο εξαρτάται κυρίως από τη θερμοκρασία, την περιεκτικότητά τους σε αλάτι και τους επικρατούντες ανέμους. Τα ξηρά, θερμά και ανέφελα καλοκαίρια προκαλούν έντονη εξάτμιση: συνολικά 30.000 κυβικά χιλιόμετρα νερού εξατμίζονται κάθε χρόνο στη Μεσόγειο. Οι ατμοσφαιρικές κατακρημνίσεις και οι ποταμοί που εκβάλλουν στις ακτές δεν αρκούν για να καλύψουν τις απώλειες. Το αποτέλεσμα είναι αυξημένη περιεκτικότητα των νερών της Μεσογείου σε αλάτι, κυρίως στην ανατολική λεκάνη. Το νερό με μεγάλη περιεκτικότητα σε αλάτι, καθώς έχει μεγαλύτερο ειδικό βάρος, βυθίζεται και εξέρχεται στον Ατλαντικό από το στενό του Γιβραλτάρ με τη μορφή υποθαλάσσιου ρεύματος. Η έξοδος του νερού και η έντονη εξάτμιση έχουν ως αποτέλεσμα να είναι χαμηλότερη η επιφάνεια της Μεσογείου κατά 10-30 εκατοστά σε σχέση με την επιφάνεια του Ατλαντικού. Η ισορροπία διατηρείται κατ’ αρχάς με την εισροή θαλάσσιου ύδατος από τον Ατλαντικό: από τις Στήλες του Ηρακλέους εισβάλλει ένα επιφανειακό ρεύμα που, αρχικά, κινείται με 4 κόμβους περίπου και φτάνει σε βάθος τα 80 μέτρα. Η κίνηση των βαρομετρικών συστημάτων από τα δυτικά προς τα ανατολικά και οι κυρίαρχοι δυτικοί άνεμοι της περιοχής κοντά στο Γιβραλτάρ υποβοηθούν την κίνηση του νερού από τον Ατλαντικό στη Μεσόγειο.

earth-nasa.png

Ένα animation της NASA  προσομοιώνει την κυκλοφορία των υδάτων στον ανατολικό Ατλαντικό και τη Μεσόγειο, γεμάτη κυκλοτερή ρεύματα που ονομάζονται δίνες.

ΟΔ.  μ   1-4 Μτφ. Ν. Καζαντζάκη Ι.Θ. Κακριδή

ἦἈ«αὐτὰρ ἐπεὶ ποταμοῖο λίπεν ῥόον Ὠκεανοῖο
νηῦς, ἀπὸ δ᾿ ἵκετο κῦμα θαλάσσης εὐρυπόροιο
νῆσόν τ᾿ Αἰαίην, ὅθι τ᾿ Ἠοῦς ἠριγενείης
οἰκία καὶ χοροί εἰσι καὶ ἀντολαὶ Ἠελίοιο,

Του Ωκεανού το ρέμα ως άφηκε, μπήκε το πλοίο στο κύμα
μέσα του πέλαου του πλατύδρομου, και στο νησί της Αίας
ήρθε κοντά᾿ της πουρνογέννητης Αυγής τα χοροστάσια 
και το παλάτι, και τ᾿ ανάτελα του Γήλιου εκεί βρίσκονται.

  Στο βορειοανατολικό Αιγαίο εμφανίζεται ένα αντίστοιχο, αλλά ηπιότερο φαινόμενο: ένα υποθαλάσσιο ρεύμα αλμυρότερου νερού εισρέει από το Αιγαίο στη Μαύρη Θάλασσα μέσω του Βοσπόρου, ενώ αντίστροφα ένα επιφανειακό ρεύμα κινείται από τη Μαύρη Θάλασσα προς το Αιγαίο.

naeg_s005.jpg

  Η εισροή υδάτων από το Γιβραλτάρ δημιουργεί τη βάση του γενικού σχήματος ροής ρευμάτων στη Μεσόγειο. Το εισρέον ρεύμα κατά την είσοδό του έχει ταχύτητα 1 έως 5 κόμβων, ανάλογα με την ένταση των δυτικών ανέμων. Κινείται κατά μήκος των νοτίων ακτών της Μεσογείου με κατεύθυνση ανατολική, επιβραδυνόμενο βαθμιαία. Ακριβώς έξω από την αρχαία Καρχηδόνα το ρεύμα διασπάται. Το ένα παρακλάδι του ρεύματος κινείται βορειοανατολικά, προς το Τυρρηνικό πέλαγος. Στην πορεία του συναντά τις ακτές της Σικελίας, της Σαρδηνίας, της Κορσικής και της ιταλικής χερσονήσου, σχηματίζοντας ασταθή κυκλικά ρεύματα στον θαλάσσιο χώρο που ορίζεται από αυτές τις περιοχές. Συνεχίζει τον ρου του κατά μήκος των δυτικών ακτών της Ιταλίας και τελικά φτάνει στις γαλλικές και ισπανικές ακτές, όπου η κατεύθυνσή του είναι πλέον νοτιοδυτική. Τελικά, καταλήγει στις ακτές των Βαλεαρίδων, ανατροφοδοτώντας το κυρίως ρεύμα και δημιουργώντας τοπικά φαινόμενα. Το δεύτερο παρακλάδι συνεχίζει να κινείται νοτιοανατολικά. Στα ανατολικά της Σικελίας συναντά ένα μόνιμο επιφανειακό ρεύμα που κινείται μεταξύ του κόλπου της Σύρτεως και του Ιονίου πελάγους. Εκεί, το κυρίως ρεύμα ανατροφοδοτείται και κατευθύνεται προς τις αιγυπτιακές ακτές. Μέχρι το 1898, κατά την άνοιξη και τις αρχές του καλοκαιριού, το ρεύμα δεχόταν μεγάλη ώθηση από τα νερά του Νείλου που χύνονταν στη Μεσόγειο: με ταχύτητα περί τους 3 κόμβους, στρεφόταν προς τα βορειοανατολικά και έφτανε στις βορειοανατολικές ακτές της Κύπρου. Σήμερα, παρά τη χαμηλότερη ταχύτητά του λόγω των φραγμάτων στον Νείλο που μειώνουν κατά πολύ τον όγκο του νερού που εκβάλλει στη Μεσόγειο, συνεχίζει να δημιουργεί ασταθή δεξιόστροφα ρεύματα κατά μήκος των συροπαλαιστινιακών ακτών, που κινούνται σαν αργές, επιφανειακές δίνες.

 

ΡΕΥΜΑΤΑ ΣΤΟ ΑΙΓΑΙΟ

  Στο Αιγαίο το μεγάλο ρεύμα του Γιβραλτάρ εισέρχεται από τα νοτιοανατολικά, κατευθυνόμενο προς τα βόρεια. Στην περιοχή των νησιών του βορείου Αιγαίου συναντά το ρεύμα της Μαύρης Θάλασσας στο σημείο εκροής του τελευταίου, στα Δαρδανέλια. Τα δύο ρεύματα ενώνονται σε ένα, που κινούμενο πλέον προς το νότο και παράλληλα προς τις ανατολικές ακτές της ηπειρωτικής Ελλάδας φτάνει μέχρι την Πελοπόννησο. Τα αντικυκλωνικά συστήματα στη Σαμοθράκη, οι πολυάριθμες μικρές νησιωτικές στεριές που διαστίζουν το Αιγαίο, ένα μικρό παρακλάδι του ρεύματος του Γιβραλτάρ που φτάνει στις ακτές της Κρήτης και διασπάται αφενός προς το Ιόνιο και αφετέρου προς την Αίγυπτο, το μόνιμο ανεμογενές ρεύμα στην περιοχή της θάλασσας των Κυθήρων που προκαλεί πάντοτε έντονο κυματισμό (ακόμη κι αν στη γύρω περιοχή επικρατεί γαλήνη), δημιουργούν ένα ιδιόμορφο σχήμα ρευμάτων. Εκτός από το κυρίως ρεύμα που, πρακτικά, ανεβαίνει από τα νότια Δωδεκάνησα στο Βόσπορο και από εκεί κατεβαίνει στον κάβο Μαλιάς, έντονα τοπικά ρεύματα σχηματίζονται ανατολικά από τη Σαμοθράκη, βόρεια από τις Σποράδες, στο κεντρικό Αιγαίο και στο Κρητικό πέλαγος.

1el14a.gif

  Το κυρίως ρεύμα του Αιγαίου κινείται με ταχύτητα 1 κόμβου περίπου, αλλά τα κυκλικά ρεύματα που δημιουργούνται κατά μήκος των δύο ακτών του Αιγαίου ενισχύουν την ταχύτητά του, καθώς στην μικρασιατική ακτή ωθούν το νερό από τα νότια προς τα βόρια, ενώ στις δυτικές ακτές επιταχύνουν τη ροή του ρεύματος από τα βόρεια στα νότια.

   Πρακτικά, το ρεύμα της Μεσογείου και, κυρίως, το ρεύμα της Μεσογείου εντός του Αιγαίου, λειτουργεί σαν ιμάντας μεταφοράς κατά μήκος των ακτών, κινούμενο αντίθετα προς την κατεύθυνση των δεικτών του ρολογιού. Ίσως, ο όρος του Ομήρου – κέλευθος – αποδίδει ακριβώς την κατάσταση: δρόμος, πάνω στον οποίο κινούνται ομαλά τα καράβια από λιμάνι σε λιμάνι. Όπως και σε σύγχρονες γλώσσες, στα ελληνικά του Ομήρου δεν υπάρχει διαφορετικός όρος για το θαλάσσιο ρεύμα και για το ρεύμα του ποταμού. Ῥόος είναι ο κοινός όρος για τα ρεύματα, ενώ ο τύπος ῥοαὶ χρησιμοποιείται μόνο για ποτάμια και για τον Ωκεανό (Μερικά παραδείγματα: ῥόος ως ποτάμιο ρεύμα: Ιλ.Λ726, Οδ.ε449· ῥόος ως θαλάσσιο ρεύμα: Οδ. ι80· ῥοαί: ζ216· ῥοαί για τον Ωκεανό: ω11.), ο οποίος γίνεται αντιληπτός ως κυκλικό ποτάμι (ἀψόρροος, Ιλ.Σ399, Οδ.υ65). Η αντίληψη περί ενός αρχέγονου ποταμού που περιβάλλει την οικουμένη είναι βαθιά ριζωμένη στην ελληνική σκέψη. Συνεπώς, το θαλάσσιο ρεύμα θεωρείται ως αποτέλεσμα της ροής του Ωκεανού.

ΟΔ.  ι  79-81 Μτφ Αρ. Εφταλιώτης

καί νύ κεν ἀσκηθὴς ἱκόμην ἐς πατρίδα γαῖαν,
ἀλλά με κῦμα ῥόος τε περιγνάμπτοντα Μάλειαν
 
καὶ βορέης ἀπέωσε, παρέπλαγξεν δὲ Κυθήρων.

Και τότες θ΄ αξιωνόμουν
στον τόπο μου άβλαβος να ΄ρθω, μα το Μαλέα γυρνώντας
 
κύμα και ρέμα και Βοριάς μας βγάζουνε απ΄ το δρόμο,
και πέρ΄ από τα Κύθηρα στα πέλαα μας πετάνε.

  Είναι αυτονόητο ότι οι ναυτικοί της αρχαιότητας γνώριζαν καλά τις ιδιότητες των ρευμάτων, ανεξάρτητα από την κοσμολογική αντίληψή περί της γέννησής τους. Έτσι, ο Όμηρος ξέρει ότι το εντονότερο ρεύμα στην περιοχή ρέει στον Ελλήσποντο και εκβάλλει στο Αιγαίο. Το επίθετο ἀγάρροος προσδιορίζει μόνο τον Ελλήσποντο (Ιλ. Β845, Μ30). Το ρεύμα μέσα στα Στενά του Βοσπόρου κινείται με ταχύτητα άνω των 3 και, συχνά, άνω των 4 κόμβων, ενώ κατά την χειμερινή περίοδο η ταχύτητά του μπορεί να ανέλθει στους 6 και 7 κόμβους, δίνοντας στη Θάλασσα του Μαρμαρά την εικόνα ενός ορμητικού ποταμού.

Scan.jpg
Σχηματική αναπαράσταση των ρευμάτων του Αιγαίου

  Αν εξετάσουμε συνολικά το χώρο της Μεσογείου, το ρεύμα που κινείται παράλληλα προς τις ακτές έχει τα βασικά χαρακτηριστικά ενός ποταμού: έχει ενιαία ροή κινούμενο με κατεύθυνση αντίστροφη των δεικτών του ρολογιού. Πηγάζει από το Γιβραλτάρ, ενισχύεται από τον «παραπόταμο» του Ελλησπόντου και «εκβάλλει» στον εαυτό του κάπου στις Βαλεαρίδες, έχοντας διατρέξει το σύνολο των ακτών της Μεσογείου. Φυσικά, υπάρχουν διαφοροποιήσεις στη ροή, ακριβώς όπως και σε ένα ποτάμι: στις βόρειες ακτές παρουσιάζει μεγαλύτερες αυξομειώσεις ταχύτητας και περισσότερες παρεκκλίσεις, σε σύγκριση με την κίνηση του ρεύματος στις νότιες ακτές, ενώ στη δυτική λεκάνη το ρεύμα είναι γενικώς ταχύτερο σε σχέση με την ανατολική. Οι ίδιες ανωμαλίες στην ροή του ρεύματος παρατηρούνται και σε κλειστές θαλάσσιες περιοχές με κοντινές γειτονικές στεριές, όπως στις περιπτώσεις των νησιών του Αιγαίου και της Αδριατικής. Βεβαίως, τοπικά φαινόμενα δημιουργούνται από τοπικές συνθήκες, κυρίως από τους ανέμους που επικρατούν σε κάθε περιοχή ή από εκρήξεις ηφαιστείων και σεισμούς. Για παράδειγμα, στον κόλπο της Σύρτεως, οι σταθεροί βόρειοι άνεμοι γεννούν ένα εξαιρετικά επικίνδυνο παλιρροϊκό ρεύμα, το οποίο δημιουργεί ακόμη μεγαλύτερους κινδύνους καθώς συνδυάζεται με το φαινόμενο της κινούμενης άμμου.

ΟΔ.  μ   235-243 Μτφ. Ν. Καζαντζάκη Ι.Θ. Κακριδή

ἔνθεν μὲν Σκύλλη, ἑτέρωθι δὲ δῖα Χάρυβδις
δεινὸν ἀνερροίβδησε θαλάσσης ἁλμυρὸν ὕδωρ.
ἦ τοι ὅτ᾿ ἐξεμέσειε, λέβης ὣς ἐν πυρὶ πολλῷ
πᾶσ᾿ ἀναμορμύρεσκε κυκωμένη, ὑψόσε δ᾿ ἄχνη
ἄκροισι σκοπέλοισιν ἐπ᾿ ἀμφοτέροισιν ἔπιπτεν:
ἀλλ᾿ ὅτ᾿ ἀναβρόξειε θαλάσσης ἁλμυρὸν ὕδωρ,
πᾶσ᾿ ἔντοσθε φάνεσκε κυκωμένη, ἀμφὶ δὲ πέτρη
δεινὸν ἐβεβρύχει, ὑπένερθε δὲ γαῖα φάνεσκε
ψάμμῳ κυανέη

εδώθε η Σκύλλα, εκείθε η Χάρυβδη, που το νερό ρουφούσε 
βρουχιώντας το αρμυρό της θάλασσας, που να σε πιάνει τρόμος.
Κι όντας το ξερνά, άναταράζουνταν και χόχλαζε,
ως λεβέτι σε δυνατή φωτιά που το 'βαλαν, κι ανέβαινε η αλισάχνη
κι απάνω στις κορφές ξανάπεφτε ψηλά των δυο των βράχων.
Μα ως το αρμυρό νερό της θάλασσας αναρουφούσε πάλι,
 
στροβίλα ανοίγουνταν που εχόχλαζε, τρανή, κι ο βράχος άγρια
 
βογγούσε ολόγυρα, και πρόβελνε κάτω βαθιά του πάτου
 ο μαύρος άμμος

Skylla_BM_621.jpg

 Σκύλα: Πλάκα από τερακότα, Μήλος, 460-450 π.χ. Βρέθηκε στην Αίγινα.

 

ΟΡΑΤΟΤΗΤΑ

  Η φράση κῦμa ῥόος τε … και Βορέης ἀπέωσε (Οδ. ι80-81), με την οποία ο Οδυσσέας περιγράφει πώς παρασύρθηκε πέρα από τον κάβο Μαλιά δείχνει τα τρία ενεργητικά στοιχεία που ορίζουν την πορεία ενός πλοίου: το κύμα, το ρεύμα και τον άνεμο. Όμως, εκτός από αυτά, υπάρχει και μία παθητική παράμετρος: η ορατότητα. Όπως και σήμερα σε πλου χωρίς όργανα, η εικόνα της στεριάς είναι εκείνη που καθορίζει τη ρότα στη θάλασσα. Ο τιμονιέρης, έχοντας αποτυπώσει στη μνήμη του την εικόνα της ακτογραμμής, χαράζει πορεία με την πλώρη του να κοιτάζει στο τάδε ή στο δείνα σημάδι, που συνήθως είναι η άκρη ενός κάβου ή ένα μοναχικό κτήριο ή ένας παράξενος βράχος, οτιδήποτε, τέλος πάντων, μπορεί να χαραχτεί στη μνήμη. «Η αμοιβαία ορατότητα βρίσκεται στην καρδιά της ναυσιπλοΐας στη Μεσόγειο»: η αίσθηση που έχουμε όταν ταξιδεύουμε στη Μεσόγειο είναι πως στην άκρη του ματιού θα δούμε μια στεριά και με βάση αυτή θα χαράξουμε την πορεία μας. Η αλήθεια είναι πως αυτή η αίσθηση δεν εκφράζει πάντοτε την πραγματικότητα. Στη Μεσόγειο υπάρχουν ευρείες θαλάσσιες περιοχές όπου καμιά στεριά δεν διακρίνεται, πραγματικές «θαλάσσιες Σαχάρες». Επίσης  όταν ταξιδεύουμε στη θάλασσα, η ακτίνα του οπτικού πεδίου εξαρτάται από το ύψος όπου βρισκόμαστε: ένας παρατηρητής που βρίσκεται στη γέφυρα ενός σύγχρονου καραβιού έχει ευρύτερο οπτικό πεδίο από τον επιβάτη μιας μικρής ψαρόβαρκας. Αν θεωρήσουμε ότι το ύψος του ματιού του κυβερνήτη ενός αρχαίου καραβιού βρισκόταν περί τα 4 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, τότε η ακτίνα ορατότητας δεν μπορούσε να υπερβεί τα 7 - 7,5 χιλιόμετρα. Συγκριτικά, από τη γέφυρα ενός σύγχρονου δεξαμενόπλοιου η ακτίνα της ορατότητας φτάνει τα 17-18 χιλιόμετρα. Αυτή η διαφορά δεν έχει ιδιαίτερη σημασία, όταν το πλοίο βρίσκεται στην πραγματικά ανοιχτή θάλασσα (για παράδειγμα, στο θαλάσσιο χώρο μεταξύ Μήλου και Κρήτης ή Κεφαλονιάς και Σικελίας), όμως μεταμορφώνει εντελώς την οπτική σε περιοχές κλειστές ή διάσπαρτες από νησιά, όπως ο χώρος του Αιγαίου. Μια άλλη εξίσου σημαντική παράμετρος σχετικά με την ορατότητα είναι το υψόμετρο των ακτών. Στις ακτογραμμές της Μεσογείου δεσπόζουν ορεινοί όγκοι, με εξαίρεση τις νοτιοανατολικές ακτές. Συνεπώς, αν δεν συντρέχουν άλλοι παράγοντες, το μάτι μπορεί να μη βλέπει την ακτογραμμή, αλλά να διακρίνει καθαρά το βουνό που υψώνεται πίσω από την ακτογραμμή.

Mediterranean_Sea_16.61811E_38.99124N.jpg
Μεσόγειος αεροφωτογραφία

  Βεβαίως, αυτός ο υπολογισμός στηρίζεται σε ιδανικές συνθήκες ορατότητας. Συνήθως, η έκταση των περιοχών όπου οι ναυτικοί διακρίνουν μόνο θάλασσα και ουρανό είναι πολύ ευρύτερη, αφού η ορατότητα μειώνεται από πολλούς παράγοντες: οι υδρατμοί και τα σωματίδια (κυρίως σκόνη) που παραμένουν αιωρούμενα στην ατμόσφαιρα λόγω των σταθερά υψηλών βαρομετρικών ελαττώνουν αρκετά την ακτίνα ορατότητας. Επίσης, τα μελτέμια δημιουργούν μια κατάσταση στο Αιγαίο όπου τίποτα δεν είναι ορατό σε απόσταση άνω των 17-18 χιλιομέτρων, ακόμη και οι υψηλότερες κορυφές. Φυσικά, υπάρχουν ημέρες όπου κυριαρχούν χαμηλά βαρομετρικά, με αποτέλεσμα να καθαρίζει η ατμόσφαιρα από τα σωματίδια και την υγρασία. Τότε υπάρχει πραγματικά διαυγής ατμόσφαιρα, όμως αυτή η κατάσταση είναι σπάνια εξαίρεση στις καλοκαιρινές ημέρες. Ένας ακόμη μείζων παράγοντας μείωσης της ορατότητας σε όλη τη λεκάνη της Μεσογείου είναι η γειτνίαση με τη Σαχάρα. Μια στενή λωρίδα γης χωρίζει τη θάλασσα από την έρημο. Έτσι, τίποτα δεν εμποδίζει τις εαρινές και θερινές ανεμοθύελλες της Σαχάρας να εκτοξεύσουν δεκάδες εκατομμύρια τόνους σκόνης κατευθείαν στην ατμόσφαιρα της Μεσογείου. Μια τέτοια ανεμοθύελλα, αποτέλεσμα του λιβυκού σιρόκου, μπορεί να μειώσει την ορατότητα έως και στο μισό χιλιόμετρο. Τέλος, σε όλα τα προηγούμενα πρέπει να συνυπολογίσουμε την έλλειψη ορατότητας από τοπικές ομίχλες, κυρίως κατά την άνοιξη, αν και το φαινόμενο είναι αρκετά σπάνιο στη Μεσόγειο.

293.jpg

Πρόσφατη εικόνα από σκόνη από την Σαχάρα

  Το συμπέρασμα όλων των προηγουμένων είναι ότι η διαδεδομένη αντίληψη περί των ναυτικών της αρχαιότητας οι οποίοι ταξίδευαν έχοντας πάντοτε τη στεριά στο οπτικό τους πεδίο ισχύει σε πολύ πιο περιορισμένη κλίμακα από όσο πιστεύουμε. Αν και συχνά ο καπετάνιος έπρεπε να μειώνει τα ημερησίως διανυόμενα μίλια, ώστε να μην απολέσει την ασφάλεια της ορατής στεριάς, συχνότατα έπρεπε να ταξιδεύει σε περιοχές ανοιχτής θάλασσας ή να ταξιδέψει νύχτα, γιατί αυτή ήταν η μοναδική επιλογή του. Η αναγκαιότητα του νυκτερινού πλου και η πραγματικότητα των τεράστιων «ερημικών» εκτάσεων όπου βλέπεις μόνο θάλασσα ισχύουν σε πλήθος διαδρομών. Στις περιπτώσεις αυτές επιβάλλεται να γνωρίζει ο καπετάνιος πώς θα ταξιδέψει χωρίς να έχει κάποια στεριά να τον καθοδηγεί.