49ο ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΤΕΥΧΟΣ 18

ΠΡΟΛΟΓΟΣ  -  ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΣΕΙΣΜΟΣ - ΙΣΤΟΡΙΑ ΣΕΙΣΜΟΛΟΓΙΑΣ - Η ΔΟΜΗ ΤΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΥ ΤΗΣ ΓΗΣ - ΤΥΠΟΙ ΣΕΙΣΜΩΝ  -
ΘΕΩΡΙΑ ΛΙΘΟΣΦΑΙΡΙΚΩΝ ΠΛΑΚΩΝ  - ΣΕΙΣΜΟΙ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΤΟΞΟ  - ΣΕΙΣΜΟΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ  - ΡΗΓΜΑΤΑ  ΠΟΥ ΚΙΝΔΥΝΕΥΕΙ Η ΠΕΡΙΟΧΗ ΜΟΥ  - ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΣΕΙΣΜΩΝ ΣΤΟ ΦΥΣΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ - ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΑΠΟ ΣΕΙΣΜΟΥΣ - ΑΛΛΕΣ ΕΡΓΑΣΙΕΣ - ΕΤΗΣΙΑ ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ ΜΕΤΕΩΡΟΛΟΓΙΚΩΝ ΠΑΡΑΜΕΤΡΩΝ 2021 -
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

ΑΛΛΕΣ ΕΡΓΑΣΙΕΣ

ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ σε τοίχο :

DSCN0968.JPG

Διαβάζω για το Περιβάλλον

Βενιαμίν Λήδα -  Γαλατερού Ελένη -  Σαλίου Νικόλ

 

Scan 1 (2).jpg

ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ:      Ρήγμα

Ματζίντ Γουαρίσα

 

Διήγημα

Ο αόρατος εχθρός

 

  Ο Παναγιώτης, έχοντας κλείσει πλέον τα 13, ήθελε να περάσει ένα αξέχαστο καλοκαίρι στο εξοχικό ενός φίλου του, μαζί με όλη του την παρέα. Όμως οι γονείς του, είχαν άλλα σχέδια και έτσι ο ίδιος κατέληξε, γεμάτος παράπονο, στο οικογενειακό αμάξι  μαζί με την μικρή του αδερφή, την Αντωνία, και με προορισμό το σπίτι των παππούδων του.

-“Άντε πότε φτάνουμε…!” είπε ξεφυσώντας ο Παναγιώτης.

-“Ναι πότε φτάνουμε, βαρέθηκα να κάθομαι στο αμάξι!!” συμπλήρωσε με θυμό η Αντωνία.

-“Μα καλά, από πότε δεν σας αρέσει το σπίτι των παππούδων σας;” Ρώτησε με απορία ο μπαμπάς.

-“Εγώ θυμάμαι  πως όταν ήσασταν μικρά, τρελαινόσασταν και για την διαδρομή αλλά και για την ιδέα πως θα περάσετε ένα ολόκληρο καλοκαίρι στο σπίτι του παππού και της γιαγιάς ” είπε η μαμά από την θέση του συνοδηγού.

-“Από τότε που μας ΑΝΑΓΚΑΖΕΤΕ να πάμε να περάσουμε ένα ολόκληρο καλοκαίρι στο σπίτι του παππού Αλέξη και της γιαγιάς Δάφνης, μακριά από τον πολιτισμό!” φώναξε θυμωμένος ο Παναγιώτης.

- “Αυτά είναι υπερβολές και χαζομάρες. Σας διαβεβαιώνω και τους δύο πως μόλις περάσετε λίγο χρόνο μαζί τους δεν θα θέλετε να φύγετε. Απλά κάντε λίγο υπομονή… Το ξέρω πως θέλατε να περάσετε αλλιώς το καλοκαίρι σας αλλά πιστέψτε με αυτός είναι ο ιδανικότερος τρόπος ” είπε συμβουλευτικά η μαμά και ο μπαμπάς των παιδιών συμφώνησε.

   Και οι δύο αναστενάζοντας, άρχιζαν να κοιτάζουν έξω από τα παράθυρα του αυτοκινήτου για να περάσει η ώρα. Πράγματι,  ούτε ο Παναγιώτης αλλά ούτε και η Αντωνία δεν ενθουσιάζονταν στην ιδέα πως θα έπρεπε να περάσουν ένα ολόκληρο καλοκαίρι μαζί με τους παππούδες τους, στη μέση του πουθενά και πόσο μάλλον χωρίς πρόσβαση στο διαδίκτυο. Η ιδέα από μόνη της φάνταζε τρομακτική αλλά δεν μπορούσαν να κάνουν  και αλλιώς αφού είχαν σχεδόν δύο χρόνια να δουν τους παππούδες τους.

   Μετά από κάμποση  ώρα, αφού και τα δύο παιδιά είχαν αποκοιμηθεί, το αυτοκίνητο σταμάτησε απότομα. Αυτό έκανε τον Παναγιώτη και την Αντωνία να πεταχτούν από τις θέσεις τους, όμως γρήγορα κατάλαβαν πως είχαν φτάσει σε ένα αρκετά γνώριμο σπίτι. Ήταν το σπίτι όπου ο Παναγιώτης έφτιαξε το πρώτο του δεντρόσπιτο και το σπίτι όπου η Αντωνία έμαθε να κάνει ποδήλατο για πρώτη φορά. Ήταν το σπίτι των παππούδων τους . Μια μονάχα ματιά χρειάστηκε για να ξυπνήσουν τόσες πολλές αναμνήσεις αλλά και τόσες άλλες που τα παιδιά δεν γνώριζαν πως έχουν. Το σπίτι  δεν  είχε αλλάξει καθόλου από την τελευταία φορά που το επισκέφτηκαν. Ήταν μία παλιά μονοκατοικία με ένα καταπράσινο κήπο, σε μια σχετικά ερημική περιοχή. Καταβαίνοντας από το αμάξι η Αντωνία έτρεξε με χαρά να αγκαλιάσει την γιαγιά και τον παππού ενώ ο Παναγιώτης την ακολούθησε δειλά-δειλά. Αφού οι παππούδες χαιρέτησαν πρώτα τους γονείς των παιδιών, με μεγάλη χαρά και λαχτάρα αγκάλιασαν τα εγγόνια τους.

-“Καλέ πως μεγαλώσατε έτσι! Παναγιώτη μου, έγινες ολόκληρος άνδρας και εσύ Αντωνία μου , ολόκληρη δεσποινίδα! ” είπε η γιαγιά Δάφνη με ενθουσιασμό.

-“Έχουμε πολύ καιρό να σας δούμε μας λείψατε” είπε και ο παππούς Αλέξης με την σειρά του.

-“Και εμάς μας λείψατε!” φώναξε η Αντωνία σφίγγοντας πιο πολύ την γιαγιά   αγκαλιάζοντάς την.

-“Ναι και εμάς….”

-“Ο  Παναγιωτάκης μου τι έχει; Τι του κάνατε στην διαδρομή;” Ρώτησε η γιαγιά τους γονείς του.

-“Τίποτα απλά έχει θυμώσει που δεν θα κάνει διακοπές με τους φίλους του, αλλά θα του περάσει.” Απάντησε ο μπαμπάς.

-“Ααααα μην ανησυχείς σε λίγη ώρα θα ξεχάσεις ότι ήσουν θυμωμένος γιατί η γιαγιά σας, σας έφτιαξε το αγαπημένο σας φαγητό ” είπε ο παππούς,

-“Ε τότε τι καθόμαστε εδώ έξω!; Πάμε να φάμε!” ξεφώνησε η Αντωνία τρέχοντας μέσα στο σπίτι και τραβώντας την γιαγιά, που γελούσε, από το χέρι.

-“Ναι πάμε…” είπε ο Παναγιώτης ακλουθώντας τους υπολοίπους μέσα στο σπίτι.

  Όταν πια είχαν τελειώσει το φαγητό τους, είχε πέσει ο ήλιος και είχε ήδη νυχτώσει. Έτσι τα παιδιά, οι γονείς και οι παππούδες τους  έπεσαν όλοι για ύπνο καθώς ήταν  εξαντλημένοι. Το επόμενο πρωί, οι γονείς των παιδιών έφυγαν και έμειναν πια μόνοι τους τα παιδιά, η γιαγιά Δάφνη και ο παππούς Αλέξης. Η Αντωνία προσαρμόστηκε πολύ εύκολα και από την δεύτερη κιόλας μέρα εκεί, είχε ξεχάσει τον λόγο που ήταν θυμωμένη και έπαιζε με την γιαγιά της σχεδόν όλη την ημέρα. Όμως δεν θα μπορούσαμε να πούμε το ίδιο και για τον Παναγιώτη. Βλέπετε, ο Παναγιώτης έκανε όνειρα για το “πιο σουπερ καλοκαίρι του κόσμου” κα αφού δεν μπόρεσε να πραγματοποιήσει τα όνειρά του, καθόταν θυμωμένος ελπίζοντας πως θα τον δουν οι παππούδες του και θα καλέσουν τους γονείς του για να επιστρέψει ο ίδιος πίσω. Αυτό όμως δεν έγινε ποτέ και παρά τις προσπάθειες του παππού του, ο Παναγιώτης παρέμενε ανένδοτος με την στάση του. Έτσι πέρασε μια εβδομάδα και παρόλο που στην Αντωνία φάνηκε σαν μία μέρα, στον αδερφό της φάνηκε σαν μια αιωνιότητα.

  Μία μέρα, ο παππούς Αλέξης θέλοντας να έρθει πιο κοντά με τον εγγονό του και να του δείξει ότι  μπορεί να περάσει καλά και με τους παππούδες του, ετοίμασε μια σκηνή στην αυλή του σπιτιού τους και έφτιαξε τον χώρο  με τέτοιο τρόπο ώστε  να θυμίζει κατασκήνωση. Ο ίδιος πρότεινε στα παιδιά με αφορμή την πανσέληνο που θα είχε το βράδυ να κάτσουν ως αργά και να πούνε ιστορίες όπως όταν κάνανε παλιά. Τα παιδιά δέχτηκαν χωρίς δεύτερη σκέψη καθώς το θεώρησαν μια πολύ καλή ιδέα για να ανέβει και η ψυχολογία του Παναγιώτη. Έτσι τα δύο παιδιά και ο παππούς αφού βοήθησαν την γιαγιά Δάφνη, η οποία δεν θα ερχόταν μαζί τους, να ετοιμάσει τα σνακ κατά την δύση του ηλίου μαζεύτηκαν γύρω από μια μικρή φωτιά και άρχιζαν να μιλάνε και να κοιτάνε την πανσέληνο που ήταν πιο φωτεινή από ποτέ, εκείνο το βράδυ. Καθώς έψηναν ζαχαρωτά στη φωτιά, η συζήτησή τους  πήρε μια αναπάντεχη τροπή και από τα μυθικά και μαγικά πλάσματα κατέληξε στο θέμα των σεισμών. Εκεί ο παππούς Αλέξης βρήκε την ευκαιρία να μοιραστεί με τα παιδιά μία ιστορία.  

“Η ιστορία που θα σας αφηγηθώ” είπε, “αφορούσε έναν έφηβο και την παρέα του, τον Ματέο, την Σκάρλεττ, την Δάφνη, ενός ατρόμητου ντόμπερμαν, τον Μαξ, αλλά και ενός αόρατου εχθρού. Ο εχθρός αυτός ήταν ο σεισμός.”

-“Ελπίζω να μην είναι βαρετή η ιστορία” είπε η Αντωνία,

-“Και εγώ αυτό ελπίζω.. ” είπε ο αδερφός της .

-“Καθίστε πρώτα να την ακούσετε και βγάζετε τα συμπεράσματά σας στο τέλος. Πού είχα μείνει; Α ναι..

   Ήταν λοιπόν απόγευμα Πέμπτης και οι τέσσερις φίλοι είχαν μαζευτεί στο σπίτι του Ματέο για μία σχολική εργασία. Όμως, εκείνη την ημέρα κανείς δεν είχε όρεξη για διάβασμα καθώς εκείνη την εβδομάδα γίνονταν πολλοί μικροσεισμοί στην περιοχή εκείνη και όλος ο κόσμος ήταν ανήσυχος. Τα σπίτια σείονταν... Το πλήθος έτρεχε αλαφιασμένο ... Φωνές ... πανικός και μετά σιωπή. Η περιοχή έχει μάθει να ταράζεται. Οι σεισμοί δεύτερη φύση τους, δυνατοί, αδύνατοι... Και οι κάτοικοι το ξέρουν, νιώθουν ανησυχία. Εκτός από τους συγκεκριμένους εφήβους...

   Η  Δάφνη καθόταν στο τραπεζάκι του σαλονιού και προσπαθούσε να βρει ένα ενδιαφέρον θέμα για την εργασία που έπρεπε να παραδώσουν, ενώ ο Ματέο έβλεπε με τον φίλο του τηλεόραση και η Σκάρλεττ ασχολούταν με τον Μαξ. Η Δάφνη προσπαθούσε να προετοιμάσει τη καλύτερη ομαδική εργασία που είχε γράψει, όσο ομαδική θα μπορούσε να την χαρακτηρίσει κανείς, αλλά είχε αρχίσει να κουράζεται από την αδιαφορία των άλλων ”

-“Θα έρθει κανείς να με βοηθήσει ή θα κάνω την εργασία όλη μόνη μου;!” Είπε με παράπονο η ίδια.

-“Μην παραπονιέσαι ρε Δάφνη θα έρθω εγώ να σε βοηθήσω” είπε η Σκάρλεττ.

-“Εσείς αγόρια θα μας κάνετε την τιμή να συμμετάσχετε στην ομαδική μας εργασία;” Είπε η ίδια.

-“Μόνο και μόνο επειδή το ζητήσατε ευγενικά θα έρθουμε” είπε γελώντας το αγόρι και ακολούθησε και ο Ματέο.

   Μόλις συγκεντρώθηκαν όλοι γύρω από το τραπεζάκι ξαφνικά το πρόγραμμα που έπαιζε στην τηλεόραση διακόπηκε και άρχισε να προβάλλεται μία έκτακτη είδηση που αφορούσε μικροσεισμούς που  έπλητταν την περιοχή. Οι επιστήμονες θεωρούσαν  πως ο κύριος σεισμός δεν είχε γίνει ακόμα. Οι μικροσεισμοί δεν εκτόνωναν όλη την ενέργεια.

-“Τι γίνεται αυτό τον καιρό με τους σεισμούς ρε παιδιά” απόρησε ο έφηβος.

-“Εμένα μου λες…. στο σπίτι μου ο προχθεσινός  σεισμός δημιούργησε πολλές ρωγμές στους τοίχους ” είπε η Σκάρλεττ, Το σπίτι δεν έχει καλές βάσεις και είναι πάρα πολύ παλιό.

-“Μα πώς γίνεται να συμβαίνουν τόσοι πολλοί σεισμοί; ” είπε η Δάφνη

-“Εγώ πιστεύω πως είναι τα περισσότερα ψέματα.” Αποκρίθηκε ο Ματέο

-“Τι άλλο θα έλεγες εσύ;” Απάντησε ειρωνικά η Σκάρλεττ.

-“Άμα δεν δω κάτι με τα μάτια μου δεν το πιστεύω”  αποκρίθηκε με πείσμα ο Ματέο.

-“Καλά μην μαλώσετε κιόλας ” τους είπε ο φίλος τους.

-“Παιδιά ηρεμήστε και ελάτε να κάνουμε την εργασία και το  πολύ-πολύ άμα γίνει σεισμός θα ξέρουμε πως να προστατευτούμε. Τόσες φορές έχουμε  κάνει άσκηση σεισμού στο σχολείο ” συμπλήρωσε η Δάφνη.

-“Ναι όντως αν και ως τώρα δεν μας έχει χρειαστεί πουθενά ” της απάντησε ο Ματέο.

-“Ποτέ μην λες ποτέ” είπε η Σκάρλεττ.

-“Ωχουυ, αφήστε την πια αυτή την κουβέντα και ελάτε να τελειώνουμε!” φώναξε με παράπονο η Δάφνη και όλοι συμφώνησαν.

  Μετά από λίγη  ώρα τα παιδιά είχαν σχεδόν ολοκληρώσει την εργασία όταν συνέβη κάτι το αναπάντεχο. Ο Ματέο παρατήρησε πως το φωτιστικό που κρεμόταν πάνω από τα κεφάλια τους άρχισε να κουνιέται, όμως δεν είπε κάτι. Σε λίγο άρχισαν να το παρατηρούν και οι άλλοι και τότε κατάλαβαν πως κάτι δεν πάει καλά. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα ο σκύλος του Ματέο, ο Μαξ, άρχισε να γαυγίζει ασταμάτητα σαν να προμηνύει κάτι και τότε είναι που έγινε το κακό.

   Το θηρίο αναδύθηκε από την καρδιά της Γης... βοή, μουγκρητό που σταδιακά σε ένα απειλητικό κρεσέντο έγιναν ρόγχος που ξεχύθηκε από το έδαφος. Το ξύπνημα του αόρατου εχθρού κούνησε τα πάντα, η Γη προσπαθούσε να αντισταθεί.

  Όλα τα πράγματα ταλαντευόντουσαν  αριστερά και δεξιά και αμέσως τα παιδία προσπάθησαν να προστατευτούν. Τα δύο κορίτσια με τον σκύλο κρύφτηκαν κάτω από το τραπεζάκι του σαλονιού, ενώ τα δύο αγόρια κάτω από την κεντρική  πόρτα.  Από το ανοιχτό παράθυρο τα αγόρια αντίκρισαν το μεγάλο βουνό. Φαινόταν να ταλαντεύεται εν σχέση με τον Ήλιο. Τα βουνά είχανε ραγίσει και στέλνανε τα θεόρατα κοτρώνια τους προς όλες τις κατευθύνσεις. Πόσο κράτησε ετούτη η Γήινη τρεμούλα;... Μια αιωνιότητα  το  έζησε  η παρέα .. Σαράντα οχτώ δευτερόλεπτα είπαν οι ειδικοί…

  Μόλις τελείωσε ο σεισμός, χωρίς πανικό, η παρέα βγήκε από το κτήριο ένας –ένας  σε σειρά και με τα χέρια προστατεύοντας το κεφάλι τους και κάθισαν  έξω από το σπίτι για τυχόν άλλους μετασεισμούς.

    Φυσικά η παρέα και οι κάτοικοι της περιοχής  έζησαν ώρες πανικού... Στιγμές αγωνίας... Ζωή φόβου... Συνθήκες πρωτόγνωρες ανάμεσα σε δονήσεις, σε βοές, σε μικροσεισμούς.

  Η παρέα με το θάρρος που τη διέκρινε έψαξε μετά για παγιδευμένους, βρήκε τους κατοίκους του χωριού, τους γονείς,  και μετά όλοι μαζί φρόντισαν να συγκεντρωθούν στο πιο ασφαλές μέρος, ένα αλώνι, σε ένα πλάτωμα, στην πλατεία του χωριού, και περίμεναν να καταλαγιάσει ο εγκέλαδος. Η παρέα ανακουφισμένη που δεν έπαθε κανείς κακό δεν αμφισβήτησε ποτέ ξανά την σοβαρότητα ενός σεισμού και μάλιστα ήταν ευγνώμων για όλα όσα είχανε μάθει για την αντιμετώπιση ενός σεισμού.

” Έτσι είπε και τέλειωσε την ιστορία του ο παππούς Αλέξης. Τα παιδιά ήταν απόλυτα προσηλωμένα στην ιστορία καθώς τους φάνηκε πολύ ενδιαφέρον  και έτσι χάρηκε και ο παππούς.

-“Πολύ ωραία ιστορία αλλά να ρωτήσω κάτι παππού;” Ρώτησε ο Παναγιώτης.

-“Φυσικά!”  του είπε.

-“Πώς το έλεγαν το άλλο αγόρι;” Τον  ρώτησε.

-“Τον έλεγαν Αλέξη”  αποκρίθηκε ο παππούς.   

-“Σαν εσένα παππού!” είπε ζωηρά η Αντωνία.

-“ Ακριβώς Αντωνία μου” της απάντησε αγκαλιάζοντας  την.

-“Κάτσε για να καταλάβω, υπήρχε μία Δάφνη και ένας Αλέξης στην ιστορία. Είστε στην πραγματικότητα εσύ και η γιαγιά αυτοί οι έφηβοι; Αυτό έγινε στην πραγματικότητα;” Αναρωτήθηκε ο Παναγιώτης.

-“Ναι Παναγιώτη μου”

-“Παππού είσαι πιο γενναίος και από τον μπαμπά! Επίσης ήταν πάρα πού ωραία σήμερα. Τελικά όντως περνάω ωραία με τους παππούδες μου ” συμπέρανε ο εγγονός.

  Με τα λόγια του Παναγιώτη όλοι γέλασαν και έπειτα συνέχιζαν να λένε ιστορίες μέχρι το πρωί. Ο μικρός τελικά δεν έμεινε άλλο θυμωμένος καθώς κατάλαβε πως περνάει ωραία και επίσης και τα δύο παιδιά έμαθαν πως να προστατεύονται από τους σεισμούς.

Μαίρη Λιαροπούλου,

 Κολιός Κωνσταντίνος,

 Μαρία Μανδηλάρη.