49ο ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΑΡΧΙΚΗΕΠΙΣΤΡΟΦΗΕΠΟΜΕΝΗ

       ΣΤ: Ω  ΓΗ! Τι λόγια άγια σεμνά και τρομερά!

Σω: Αυτές είναι μόνο θεές, όλα τα άλλα σκέτη φλυαρία.

Στ: Μα το Δία μας, παρακαλώ , ο Ολύμπιος δεν είν’ θεός;

Σω: Βρέ, ποιος Δίας; Μη λες φούμαρα. Δεν υπάρχει Δίας.

Στ: Τι μας λες; … Τότε ποιος βρέχει; Αυτό πες μου πρώτα πρώτα.

Σω: Αυτές καλέ. Με ακλόνητα επιχειρήματα θα στο αποδείξω. Για λέγε. Είδες ποτέ βροχή χωρίς να υπάρχουν σύννεφα;

(πλησιάζουν δυο μαθητές)

Μαθητής 1: Αλλιώς θα έπρεπε ο θεός να βρέχει με λιακάδα και με ξαστεριά.

Στ:  Σωστά τώρα μου τα εξήγησες, αν και πριν νόμιζα πως ο Δίας από το κόσκινο κατουρούσε! …. Μα, ποιος τότε βροντά; Αυτό με κάνει και τρέμω.

Σω: Αυτές βροντούν, καθώς κατρακυλούν.

 Στ: Μα,  πως;  Πες μου  το εσύ που τα πάντα γνωρίζεις.

Μαθητής 1:  Σαν παίρνουνε πολύ νερό που πρέπει να το κουβαλούν, γκρεμίζονται αναγκαστικά, και έτσι όπως είναι βαριές τρακάρει η μία την άλλη, σπάνε και κάνουν πάταγο.

Στ: Και ποιος τις κάνει, εκτός από το θεό, να τρέχουν;

Σω: Όχι ο θεός. Είναι η Δίνη του αιθέρα.

Στ: Η δίνη; Αυτό το είχα ξεχάσει. Αφού δεν υπάρχει θεός, τότε στη θέση του  ο αιθέρας κυβερνά.      (πλησιάζει ένα μαθητή και κάτι τον ρωτά)

Μαθητής 2: Δάσκαλε, ρωτά για τον πάταγο και τη βροντή.

Σω: Δεν μ’ άκουσες που είπα πως οι νεφέλες γεμάτες νερό τρακάρουν μεταξύ τους και κάνουν πάταγο από το βάρος;

Στ: Έλα καλέ, να το πιστέψω;

Σω: Ουφ!

Μαθητής 2: Για παράδειγμα  εσένα θα πάρω. Σα γεμίσει η κοιλιά σου με ζουμί στο μεγάλο πανηγύρι,  αρχίζει το ανακάτωμα

                 κι η ταραχή η πολλή την κάνει να γουργουρίζει,

    Στ: Ναι, με κόβουνε πόνοι φριχτοί αμέσως και ανακατεύομαι και σα βροντή το ζουμί κάνει θόρυβο κι ύστερα πολύ κρότο,

           σιγά στην αρχή πρου πρου    και μετά συνεχίζει πρου πρου πρου. Κι όταν χέζω, κομπολόι πρου πρου πρου πρου πρου πρου, σαν αυτές.

   Σω: Σκέψου, λοιπόν, αφού απ’ τη μικρή κοιλιά σου τι πορδές αφήνεις, αυτός ο αέρας, ο απέραντος τι βροντές να μη κάνει;

   Στ: Γι’ αυτό λοιπόν  τα ονόματα βροντή πορδή αντάμα, είναι το ίδιο πράμα.

                                                                                                                              

Μαθητής 2: Αλήθεια για πες τι κάνει το κεραυνό ν’ αστράφτει σα φωτιά; Μας καρβουνιάζει σα πέφτει πάνω μας, ή ζωντανούς μας καίει;

 Στ: Είναι ολοφάνερο πως ρίχνει ο Δίας καταπάνω σ’ αυτούς που τον όρκο πατούν.

 Σω: και πώς, βρε βλάκα, τσούταλο και γεροξεκουτιάρη, αν τους επίορκους χτυπά, δεν έκαψε τον Σίμωνα, ούτε τον Κλεώνυμο,

        ούτε αυτόν τον Θέωρο,   που όλοι τους είν’  επίορκοι; Μα, τον ναό του τον ίδιο χτυπά και το Σούνιο το ακρωτήρι και τα δέντρα τα ψηλά.

        Γιατί; Το δέντρο δεν είναι επίορκος.

 Στ: Δεν ξέρω, μα δίκιο φαίνεται να έχεις. Τι είναι τότε ο κεραυνός;

 Σω: Σα σηκωθεί αέρας ξερός κι ανάμεσα στα σύννεφα χωθεί, από μέσα τα φουσκώνει σα μπαλόνι, κι έπειτα, με πίεση τα σπάει,

         κι όπως είναι πυκνός ξεπετιέται κι απ’ την τόση αντάρα κι ορμή ξεπηδάει φωτιά που τον καίει.

 Στ: Δίκιο έχεις.

Όλοι: Τίποτε άλλο λοιπόν θα νομίζεις θεό, παρεκτός ότι εμείς, Χάος , Νεφέλες, Γλώσσα την τριάδα αυτή.(εν τω μεταξύ έχουν πλησιάσει οι νεφέλες)

            

ΧΟΡΟΣ: Κ Πες μας τώρα με θάρρος, τι ζητάς από μας; Αν μας τιμάς και μας σέβεσαι επιτήδειος θα είσαι.
Στ:  Δέσποινές μου, σας ζητώ μια μικρούλα χάρη, να είμαι πρώτος στο λόγο από όλους τους Έλληνες.
ΧΟΡΟΣ: Κ: Τούτο θα γίνει Στο εξής κανένας νικητής δεν θα είναι παρά μόνο εσύ.
Στ: Πώς σε λένε εσένα;
ΧΟΡΟΣ:K: Νεφέλη
Στ: Μη μου λες μεγάλα λόγια. Δεν τα θέλω όλα αυτά. Μόνο πως απατεώνας , ψεύτης να γίνω για να ξεφύγω από τους δανειστές.

            

ΧΟΡΟΣ:  Πονηρέ ανθρωπάκι προχώρα
Τώρα έφθασε πλέον η ώρα
Όσα ψάχνεις και ότι ρωτάς,
Να τα μάθεις αφού το ζητάς
Πονηρέ ανθρωπάκι προχώρα
Βρήκες θάρρος για πάρε και φόρα
Με ιδέες καινούργιες θα βγεις απ’ αυτή τη σπουδαία σχολή
για βιάσου για προχώρησε
να αλλάξεις τις ιδέες, τις σκέψεις,
τις συνήθειες, τους τρόπους, τις παρέες
Πονηρέ ανθρωπάκι προχώρα
Κ:  Έχει θέληση αυτός και τόλμη αληθινή
Κοίτα αν τούτα μάθει δόξα από μένα ουράνια μέσα στο κόσμο θα χεις.
Σω:  Έλα πες μου ξεκάθαρα τον δικό σου τρόπο, να δώ ποιος είσαι, κι ανάλογα να βρω τι μηχανήματα χρειάζεται καινούργια να σου δώσω. Πάμε μέσα.

           

ΧΟΡΟΣ: 1  Θεατές και κριτές μας σεβάσμιοι δεν φέρεστε σωστά
2  πιο πολύ από όλους εμείς σας ωφελούμε,
3  Όμως πιο πολύ εμείς είμαστε αδικημένες
4  Εμείς σας ποτίζουμε, σας δροσίζουμε και σας ξεπλένουμε
5  και εσείς ούτε θυσίες, ούτε σπονδές προσφέρετε σε μας
6  μόνο ξέρετε να τρέχετε και να προσκυνάτε αυτούς που σας κοροϊδεύουν
7
 και σας μεθάνε με λόγια και υποσχέσεις και έργα δεν βλέπετε
8  και όταν τα βλέπετε έχουν γίνει στραβά
9
  ε! είναι φυσικό να μην μπορείτε να θυμηθείτε την σελήνη και εμάς τις νεφέλες
10 στο μέλλον όμως και γρήγορα θα φανεί πόσο λάθος είσαστε

        

ΧΟΡΟΣ: Το μεγάλο θεό, το θεό βασιλιά που το θρόνο του Ολύμπου κατέχει, τώρα εδώ προσκαλούμε στο μεγάλο αυτό μας χορό και συ φίλε της Δήλου από το ψηλόγερμο βράχο της Κίδνου και τη μεγάλη θεά της Εφέσου των Λυδίων μεγάλη μητέρα μαζί με τη προστάτιδα της πόλης Αθηνά κι από κοντά να έρθει ο Διόνυσος, ο Διόνυσος του Παρνασσού η Δάδα να έρθει, να έρθει.

[1],[2],[3],[4],[5],[6],[7]