49ο ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΑΡΧΙΚΗΕΠΙΣΤΡΟΦΗΕΠΟΜΕΝΗ

Μα: Εκείνος
Στ: Ποιος εκείνος;
Μα: Ο Σωκράτης.
Στ: Ο Σωκράτης! Έλα, και φώναξέ τον δυνατά, να του μιλήσω.
Μα: Εσύ να τον φωνάξεις. Εγώ δεν ευκαιρώ.     
(Ο μαθητής φεύγει)
Στ: Κύριε Σωκράτη! Κύριε Σωκρατάκη!
Σωκράτης: Τι με φωνάζεις, εσύ θνητέ;
Στ: Πρώτα, τι κάνεις πες μου, να χαρείς.
Σω:
Αεροβατώ και εξετάζω τον Ήλιο.
Στ: Πάνω στη σκάλα τους θεούς εξετάζεις, κι όχι κάτω από τη Γη, γιατί;
Σω:
Γιατί δε θα μπορούσα τα ουράνια σώματα να δω, εξόν  αν θα έσμιγα τη σκέψη, που είναι λεπτή, με τον όμοιό της αέρα.
Στ: Έλα, κατέβα κοντά μου, Σωκρατάκη, και δίδαξέ με όσα σε σένα ήρθα να μάθω.
Σω: Ήρθες γιατί;
Στ:
Θέλω τη δικηγορική να μάθω. Από τους δύσκολους τους δανειστές άγομαι και φέρομαι κι ενέχυρα τα πράγματά μου βάζω
 Σω: Πως την πάτησες κι έμεινες χρεωμένος;
Στ: Η αρρώστια των αλόγων με χτύπησε, φοβερή, να με φάει. Μα δίδαξέ μου το αυτό το κόλπο, πίσω να μην δίνεις τίποτα. Δίδακτρα, όσα κι αν μου ζητήσεις θα σου τα δώσω. Να όρκο παίρνω στους θεούς.
Σω: Σε ποιους θεούς; Πρώτα απ` όλα οι θεοί δεν είναι νόμισμα δικό μας.
Στ: Σε τι λοιπόν, ορκίζεστε; Στη φωτιά τον Περσών;
Σω: Θέλεις τα θεία πράματα να μάθεις με ακρίβεια ποια είναι η αλήθεια;
Στ: Ναι, μα τον Δία, αν μπορώ.
Σω: Και να μιλήσεις στα Σύννεφα, τις θεότητες τις δικές μας;
Στ: Μάλιστα, μάλιστα.
 

      

(Ο Σωκράτης δείχνει ένα ντιβάνι και αρχίζει η μύηση)
(Ο Σωκράτης παίρνει στάση επίσημη)
Σω: Πρέπει να κρατεί σιγή ο γέρος, την ευχή καλά ν` ακούσει.
Δέσποτα, βασιλιά, απέραντε Αέρα, συ που τη Γη μετέωρη κρατάς, λαμπρέ Αιθέρα, και Νεφέλες άγιες, θεές των κεραυνών και των βροντών
ανεβείτε ψηλά και φανείτε, κυράδες, στον δικό σας διάκονο.
Στ: Όχι ακόμη, πριν καλά ντυθώ, να μη βραχώ, γιατ` ήρθα από το σπίτι μου, ο κακόμοιρος, χωρίς κουκούλα.
Σω: Ελάτε, πολύτιμες Νεφέλες, και φανείτε μπροστά του,
στου Ολύμπου τις ιερές και χιονοσκέπαστες κορφές κάθεστε πάνω,
στου Ωκεανού πατέρα τους κήπους στήνετε χορό με Νύμφες, από τις εκβολές του Νείλου με χρυσά λαγήνια το νερό αντλείτε,
τη Μαιώτιδα λίμνη και το χιονισμένο του Μίμαντα ακρωτήρι σκεπάζετε,
την προσευχή μου ακούστε και τη θυσία μου με χαρά δεχθείτε.

      

ΧΟΡΟΣ: Στης Παλλάδος τη χώρα, την αγαπημένη του Κέκροπα γη
εκεί , που ο μεγάλος ναός έχει λαμπρές τελετές και ουράνια δώρα , Νεφέλαι
Ιερές λιτανείες και μεγάλα συμπόσια, σ’ όποια μέρα και χρόνο εποχή.
Εκεί, αργά, σταθερά, σιωπηρά
Εμείς, ουδετέρας μορφής εκεί πλέον ιστάμεθα
Την άνοιξη, την άνοιξη,  την άνοιξη προσμένοντας.
 ΚΟΡ: Για να χαρούμε τις φωνές, τους αυλούς,  τους χορούς τις χαρές και τις χάρες νεφέλαι εμείς.
Χ: Σταθερά σιωπηλά όπως πάντα ιστάμεθα….. την άνοιξη…
« Κ: με τις φωνές , τους αυλούς,  τους χορούς τις χαρές και τις χάρες»
Χ: την άνοιξη… την άνοιξη προσμένοντας….
ΚΟΡ: Ότι εμείς αγαπάμε τους ανθρώπους, τα φυτά και τα ζώα εκεί κάτω στη γη. Σταθερά δοκιμάζουμε και αλλάζουμε πάντα μορφή εδώ κάτω στη γη Νεφέλαι.
ΧΟΡΟΣ: Τις φωνές, τους αυλούς,  τους χορούς, τις χαρές και τις χάρες
Ναι την άνοιξη πάντα προσμένουμε
Ιερές λιτανείες και μεγάλα συμπόσια
Στης Παλλάδος τη χώρα, του Κέκροπα γη
Εκεί πάντα εμείς
Εκεί πάντα εμείς
Εμείς,... αι… νε…φε ….λαι

[1],[2],[3],[4],[5],[6],[7]