49ο ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΑΡΧΙΚΗΕΠΙΣΤΡΟΦΗ

ΠΡΟΛΟΓΟΣ    ΤΟ ΔΡΑΜΑ ΣΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ 1 - ΤΟ ΔΡΑΜΑ ΣΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ 2    ΕΝΔΥΜΑΤΑ - ΠΡΟΣΩΠΕΙΑ      ΔΡΑΜΑΤΙΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ

Η ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΤΟΥ ΔΡΑΜΑΤΟΣ ΕΩΣ ΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΠΟΧΗ      ΕΡΓΑΣΙΕΣ  ΜΑΘΗΤΩΝ& ΚΑΘΗΓΗΤΩΝ      ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

ΤΟ ΔΡΑΜΑ ΣΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ

   Το δράμα αποτελεί είδος της αρχαίας ελληνικής ποίησης το οποίο συνθέτει στοιχεία από τα δύο είδη που προηγούνται χρονικά, το έπος και τη λυρική ποίηση.

Η λέξη δράμα στην νέα ελληνική γλώσσα σημαίνει δυσάρεστο γεγονός ή ανεπιθύμητη κατάσταση. Όσον αφορά στον αρχαιοελληνικό πολιτισμό, η λέξη έχει εντελώς διαφορετική σημασία. Ετυμολογικά προέρχεται από το ρήμα δράω-ω, επομένως σημαίνει το είδος της ποίησης που συνοδεύεται από αναπαράσταση των πράξεων που περιγράφει (σε αντιδιαστολή με το έπος και τη λυρική ποίηση).

    Το δράμα είναι δημιούργημα του ελληνικού πνεύματος. Γεννήθηκε και αναπτύχθηκε στην Αττική από τις γιορτές που γίνονταν προς τιμήν του θεού Διονύσου, οι οποίες πρόσφεραν σ' αυτό πολλά δραματικά στοιχεία (τα δρώμενα).  Στην αρχαιότητα υπήρχαν επίσης δραματικοί αγώνες, στους οποίους λάμβαναν μέρος διάφοροι συγγραφείς. Ίσως οι σπουδαιότεροι τέτοιοι αγώνες να ήταν αυτοί που γίνονταν στα Μεγάλα Διονύσια.

  Στην αρχαία Ελλάδα θέατρο ονομάζονταν αρχικά το ακροατήριο και αργότερα η ονομασία επικράτησε για τον τόπο των παραστάσεων με το σύνολο των κτισμάτων του.  Το αρχαίο ελληνικό θέατρο γεννιέται στις αγροτικές γιορτές προς τιμήν του θεού Διόνυσου. Σε  αυτές τις γιορτές ψάλλονταν διθύραμβοι, απαγγέλλονταν ποιήματα, φαλλικά τραγούδια και τραγούδια με πειράγματα, που περιείχαν στοιχεία διαλόγου και σπέρματα θεατρικής δράσης.

  Ο διθύραμβος ήταν ένα αρχαιότατο αυτοσχεδιαστικό χορικό τραγούδι που σε αντίθεση με τα ατομικά είδη αρχαίας ποίησης, την ελεγεία και τον ίαμβο, ήταν ομαδική καλλιτεχνική έκφραση που είχε ως αφορμή θρησκευτικές - λατρευτικές λειτουργίες.

«ὡς Διωνύσου ἄνακτος καλὸν ἐξάρξαι μέλος οἶδα διθύραμβον οἴνῳ συγκεραυνωθεὶς φρένας»  Αρχίλοχου

50606-Dionysos
Διόνυσος και Σάτυροι με μάσκες σε πομπή

  Η ετυμολογία της λέξης είναι άγνωστη. Ήταν ένα είδος χορικού ποιήματος που καλλιέργησαν κυρίως οι Δωριείς ποιητές. Έξοχοι διθυραμβοποιοί αναδείχθηκαν ο Σιμωνίδης ο Κείος, ο Βακχυλίδης και ο Πίνδαρος.

«῏Ω ταὶ λιπαραὶ καὶ ἰοστέφανοι καὶ ἀοίδιμοι͵ Ἑλλάδος ἔρεισμα͵ κλειναὶ Ἀθᾶναι͵ δαιμόνιον πτολίεθρον».  Πίνδαρος

Από τον διθύραμβο παράγονται τρία είδη :

n  Η τραγωδία

n   Η κωμωδία

n  Το σατυρικό δράμα

   O Αριστοτέλης θεωρεί ότι η τραγωδία γεννήθηκε από τους αυτοσχεδιασμούς των πρωτοτραγουδιστών, «τῶν ἐξαρχόντων τὸν διθύραμβον», και το διθύραμβο (Περὶ Ποιητικῆς, IV, 1449α).

   Στην εξέλιξη του διθύραμβου από τον αρχέγονο αυτοσχεδιασμό σε έντεχνη μορφή συνέβαλε ένας σημαντικός ποιητής και μουσικός, ο Αρίων, που καταγόταν από τη Μήθυμνα της Λέσβου (6ος αι. π.Χ.). Σύμφωνα με μαρτυρία του Ηρόδοτου (I, 23), ο Αρίων πρώτος συνέθεσε διθύραμβο, του έδωσε λυρική μορφή και αφηγηματικό περιεχόμενο και τον παρουσίασε στην αυλή του φιλότεχνου τυράννου Περίανδρου, στην Κόρινθο. O Αρίων παρουσίασε τους χορευτές μεταμφιεσμένους σε Σατύρους, δηλαδή με χαρακτηριστικά τράγων, γι' αυτό και ονομάστηκε «ευρετής του τραγικού τρόπου». Οι Σάτυροι, που έως τότε ενεργούσαν ως δαίμονες των δασών, εντάχθηκαν στη λατρεία του Διονύσου και αποτέλεσαν μόνιμη ομάδα που ακολουθούσε παντού το θεό. Οι τραγόμορφοι αυτοί τραγουδιστές ονομάζονταν τραγωδοί .

ΑΡΙΩΝ-620x412

Ο Αρίωνας και το δελφίνι

  Ο ποιητής Αρίωνας φαίνεται να είναι ο πρώτος που παρουσίασε χορό από σάτυρους που απάγγελναν έμμετρα στην αυλή του τύραννου της Κορίνθου, Περίανδρου.

Το μεγάλο βήμα για τη μετάβαση από το διθύραμβο στην τραγωδία έγινε στις αμπελόφυτες περιοχές της Αττικής, όταν, στα μέσα του 6ου αι. π.χ., ο ποιητής Θέσπης από την Ικαρία (σημ. Διόνυσο), στάθηκε απέναντι από το Χορό και συνδιαλέχθηκε με στίχους, δηλαδή αντί να τραγουδήσει μια ιστορία άρχισε να την αφηγείται. Στη θέση του ἐξάρχοντος ο Θέσπης εισήγαγε άλλο πρόσωπο, εκτός Χορού, τον υποκριτή ηθοποιό, ο οποίος έκανε διάλογο με το Χορό, συνδυάζοντας το επικό στοιχείο με το αντίστοιχο λυρικό (μουσική). Συνέπεια αυτής της καινοτομίας ήταν η γέννηση της τραγωδίας στην Αττική.

Η πρώτη επίσημη «διδασκαλία» (παράσταση) τραγωδίας έγινε από το Θέσπη το 534 π.χ., στα Μεγάλα Διονύσια. Ήταν η εποχή που την Αθήνα κυβερνούσε ο τύραννος Πεισίστρατος, ο οποίος ασκώντας φιλολαϊκή πολιτική ενίσχυσε τη λατρεία του θεού Διονύσου, καθιέρωσε τα «Μεγάλα ἤ ἐν ἄστει Διονύσια» και η τραγωδία εντάχθηκε στο επίσημο πλαίσιο της διονυσιακής γιορτής. Στην αττική γη οι μιμικές λατρευτικές τελετές ( απομίμηση σκηνών καθημερινής ζωής) , οι κλιματολογικές συνθήκες, αλλά, κυρίως, οι κοινωνικές συνθήκες (άμβλυνση συγκρούσεων) και η πολιτειακή οργάνωση με τους δημοκρατικούς θεσμούς οδήγησαν στη διαμόρφωση αυτού του λογοτεχνικού είδους.

Σε λίγες δεκαετίες, με τη γόνιμη επίδραση της επικής και της λυρικής ποίησης, την ανάπτυξη της ρητορείας, την εμφάνιση του φιλοσοφικού λόγου καθώς και την ατομική συμβολή προικισμένων ατόμων, η τραγωδία εξελίχθηκε ταχύτατα και διαμορφώθηκε σε ένα εντελώς νέο είδος με δικούς του κανόνες, δικά του γνωρίσματα και δικούς του στόχους. Η προέλευση του είδους είναι καθαρά θρησκευτική. Στην πορεία της η τραγωδία διατήρησε πολλά διονυσιακά στοιχεία [Χορός, μεταμφίεση, σκευή (= ενδυμασία) ηθοποιών], τα θέματά της όμως δεν είχαν σχέση με το Διόνυσο.

Τραγωδία και σατυρικό δράμα ως το τέλος του 5ου π.χ αιώνα

     «Τραγωδία», ορίζει ο Αριστοτέλης (Ποιητική 1449b)

«Ἔστιν οὖν τραγωδία μίμησις πράξεως σπουδαίας καὶ τελείας, μέγεθος ἐχούσης, ἡδυσμένῳ λόγῳ, χωρίς ἑκάστῳ τῶν εἰδῶν ἐν τοῖς μορίοις, δρώντων καὶ οὐ δι' ἀπαγγελίας, δι' ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν».

  H τραγωδία, δηλαδή, είναι μίμηση πράξης εξαιρετικής και τέλειας (: με αρχή, μέση και τέλος), η οποία έχει ευσύνοπτο μέγεθος, με λόγο που τέρπει, διαφορετική για τα δύο μέρη της (διαλογικό και χορικό), με πρόσωπα που δρουν και δεν απαγγέλλουν απλώς, και η οποία με τη συμπάθεια του θεατή (προς τον πάσχοντα ήρωα) και το φόβο (μήπως βρεθεί σε παρόμοια θέση) επιφέρει στο τέλος τη λύτρωση από παρόμοια πάθη (κάθαρση).

    Κατά κανόνα, αυτή η πράξη, δηλαδή η υπόθεση της τραγωδίας, δεν ήταν πρωτότυπη, επινοημένη από τον ποιητή, αλλά δάνεια από τη μυθική παράδοση. Ο ποιητής διάλεγε να παρουσιάσει ένα μύθο, π.χ. τη θυσία της Ιφιγένειας, την αυτοκτονία του Αίαντα, τη δολοφονία του Αγαμέμνονα κλπ. Από κει και πέρα ήταν ελεύθερος να διαμορφώσει τη σκηνική παρουσίαση των γεγονότων, τα λόγια που έλεγαν οι ήρωες και πολλά ακόμα θεατρικά χαρακτηριστικά. Ακόμα, μπορούσε να παραλλάξει κάπως την πλοκή και ορισμένα δευτερεύοντα στοιχεία του μύθου· όμως σε γενικές γραμμές ο μύθος έπρεπε να μείνει αναλλοίωτος, όπως ήταν από παλιά γνωστός. Φαίνεται σήμερα παράδοξη αυτή η έλλειψη πρωτοτυπίας, αυτή η εμμονή στους παραδοσιακούς μύθους. Πρέπει όμως να δεχτούμε ότι για την εποχή της είχε πλεονεκτήματα: οι υποθέσεις, τοποθετημένες στο μυθικό πλαίσιο του ηρωικού κόσμου, γνωστού και οικείου από το έπος, αποκτούσαν αυτόματα το απαραίτητο μέγεθος. Οι θεατές δε συγκέντρωναν την προσοχή τους στο τι θα συμβεί, αλλά στο πώς θα παρουσιαστούν τα δεδομένα του μύθου, δηλαδή στην τέχνη και στην τεχνική του ποιητή, στο ήθος των ηρώων, στις ιδέες που ακούγονταν (διάνοια) και στη γενικότερη ερμηνεία του μύθου - όλα στοιχεία που συχνά ο ποιητής φρόντιζε να τα συσχετίσει, διακριτικά, με τον ιστορικό περίγυρο της παράστασης, σχολιάζοντας έμμεσα την πολιτική κατάσταση και τα προβλήματα της επικαιρότητας.

pronomos,1a
Δύο υποκριτές σατυρικού δράματος που υποδύονται τους ρόλους του Ηρακλή και του Παπποσιληνού, Ζωγράφος του Προνόμου, Αρχαιολογικό Μουσείο Νάπολης

  «Η μίμηση», συνεχίζει ο Αριστοτέλης, «γίνεται σε ευχάριστο λόγο (λόγο με ρυθμό και αρμονία και μελωδία), χώρια τα ομιλητικά, και χώρια τα τραγουδιστά μέρη.» Και πραγματικά, ο τραγικός λόγος ήταν έμμετρος και η γλώσσα του ποιητική, ιδιαίτερα στα χορικά τραγούδια, που είχαν και το παραδοσιακό δωρικό διαλεκτικό χρώμα. Όσο για τον χωρισμό των ομιλητικών από τα τραγουδιστά μέρη, οι τραγωδίες ακολουθούσαν όλες ένα σχήμα όπου οι δύο τρόποι εκφοράς εναλλάσσονταν:

*       Απαγγελτικά μέρη ήταν ο Πρόλογος και τα Επεισόδια. (Πρόλογος: πρόκειται για τον πρώτο λόγο του υποκριτή, που προηγείται της εισόδου του Χορού. Μπορεί να είναι μονόλογος, μια διαλογική σκηνή ή και τα δύο. Με τον πρόλογο οι θεατές εισάγονται στην υπόθεση της τραγωδίας. Δεν υπήρχε στα παλαιότερα έργα, τα οποία άρχιζαν με την πάροδο. Επεισόδια: αντίστοιχα με τις σημερινές πράξεις, που αναφέρονται στη δράση των ηρώων. Διακόπτονται από τα στάσιμα και ο αριθμός τους ποικίλλει από 2 έως 5. Με αυτά προωθείται η υπόθεση και η σκηνική δράση με τις συγκρούσεις των προσώπων.)

*       Χορικά μέρη ήταν η Πάροδος του Χορού, τα Στάσιμα και η Έξοδος.( Πάροδος: είναι το άσμα που έψαλλε ο Χορός στην πρώτη του είσοδο, καθώς έμπαινε στην ορχήστρα με ρυθμικό βηματισμό. Στάσιμα: άσματα που έψαλλε ο Χορός όταν πια είχε λάβει τη θέση του (στάσιν)· ήταν εμπνευσμένα από το επεισόδιο που προηγήθηκε, χωρίς να προωθούν την εξωτερική δράση. Συνοδεύονταν από μικρές κινήσεις του Χορού. Έξοδος: επισφραγίζει τη λύση της τραγωδίας. Αρχίζει αμέσως μετά το τελευταίο στάσιμο και ακολουθείται από το εξόδιο άσμα του Χορού.)

  «Στην τραγωδία η μίμηση πραγματοποιείται έμπρακτα, όχι μόνο περιγραφικά με τον λόγο» (Αριστοτέλης), πράγμα που σημαίνει ότι την τραγωδία δεν την αποτελούν μόνο όσα ακούει ο θεατής αλλά και όσα βλέπει, η όψη της παράστασης: η σκηνική δράση, η σκηνογραφία, η όρχηση, τα προσωπεία, τα ρούχα κλπ.


Ερυθρόμορφος κρατήρας του ζωγράφου του Δαρείου. Η παράσταση τιτλοφορείται 'Πέρσαι' και ίσως αποτελεί παραλλαγή χαμένου δράματος του Φρυνίχου με τον τίτλο 'Πέρσαι'. Στο κέντρο, ο Δαρείος καθισμένος σε θρόνο δέχεται το νέο της ήττας στο Μαραθώνα από τον αγγελιαφόρο δεξιά.  Napoli, Museo Archeologico Nazionale Napoli.

  Είναι χαρακτηριστικό ότι για πολλούς τραγικούς ποιητές παραδίδεται ότι κάτι πρόσθεσαν, κάτι βελτίωσαν στις παραστάσεις: ο Θέσπης, έλεγαν, επινόησε τα προσωπεία, ο Χοιρίλος πρόσεξε ιδιαίτερα τις ενδυμασίες, ο Φρύνιχος πρωτοπαρουσίασε γυναικεία πρόσωπα, ο Αισχύλος αύξησε τον αριθμό των υποκριτών από ένα σε δύο, ο Σοφοκλής πρόσθεσε έναν ακόμα υποκριτή και ανακαίνισε τη σκηνογραφία. Τέλος,  για τον Πρατίνα θα μάθουμε ότι πρώτος ανέβασε σατυρικό δράμα. Κάπως  σχηματικά όλα αυτά.  Επιβεβαιώνουν όμως τον λόγο του Αριστοτέλη, που έγραψε ότι  «η τραγωδία λίγο λίγο μεγάλωσε, και πέρασε πολλές αλλαγές, ώσπου βρήκε τη φύση της και σταμάτησε».

Θέσπης: Τη θεατρική του σταδιοδρομία την άρχισε πριν απ' το 600 π.χ Ο Σόλων, γέρος πια, τον κατηγόρησε ότι η θεατρική του τέχνη βασίζεται στο ψέμα. Έτσι τουλάχιστον μας λέει ο Πλούταρχος.  
Αν και ο Αριστοτέλης δεν τον αναφέρει καθόλου ούτε κι οι παλιότεροι συγγραφείς, όμως ο Αριστοφάνης στο τελευταίο επεισόδιο στους Σφήκες τον αναφέρει ως εκπρόσωπο της παλιάς τραγικής τέχνης.
 Στις φάσεις που προηγηθήκαν αυτών των παραστάσεων τραγωδιών, ανήκε και το Άρμα Θέσπιδος*, επινόηση του πρώτου ηθοποιού κι εισαγωγή του προλόγου και του διαλογικού στίχου. 


Άρμα Θέσπιδος
 

Σύμφωνα με πληροφορίες που συλλέγουμε, πρέπει να θεωρήσουμε ότι ο Θέσπις υπήρξε ο πατέρας της τραγωδίας και πιο συγκεκριμένα :  Ανακάλυψε το τραγικό είδος και δημιούργησε το τραγικό άσμα.  Επινόησε πρώτος τους σατύρους. Χορογράφησε ο ίδιος τα έργα του.  Καθιέρωσε τον Πρώτο Υποκριτή.  Έβαψε το πρόσωπό του με φυσικές χρωστικές ουσίες και μετά έφτιαξε Προσωπεία από πανί, δηλαδή υφασματένιες μάσκες. Πρόσθεσε στα διθυραμβικά τραγούδια τον πρόλογο και τις ρήσεις, δηλαδή τα πρώτα ομιλητικά μέρη.

Χοιρίλος: (523-520 π.χ.): Για το Χοιρίλο γνωρίζουμε μόνον ότι έγραψε πολλά έργα.
Φρύνιχος: Σώζονται οι τίτλοι δύο τραγωδιών του με ιστορικό περιεχόμενο: Μιλήτου ’λωσις, για την οποία τιμωρήθηκε από τους Αθηναίους επειδή πραγματευόταν την καταστολή της επανάστασης των Μιλησίων από τους Πέρσες και τους θύμισε "οικεία κακά" και Φοίνισσαι, που είχε ως υπόθεση την ήττα των Περσών στη Σαλαμίνα, με χορό γυναικών από τη Φοινίκη. Μ' αυτήν το 476 π.χ. κέρδισε στο δραματικό αγώνα. 
Αισχύλος (525-455 π.Χ.) Γεννήθηκε στην Ελευσίνα από αρχοντικό και πλούσιο σπίτι. Ήταν δεν ήταν είκοσι πέντε χρονών, όταν άρχισε να παίρνει μέρος στους δραματικούς αγώνες, αλλά την πρώτη του νίκη την πέτυχε το 484 π.χ., όταν είχε φτάσει τα σαράντα. Βραβεύτηκε συνολικά δεκατέσσερις φορές όσο ζούσε, και ακόμα περισσότερες μετά τον θάνατό του, καθώς οι Αθηναίοι αναγνώρισαν την ξεχωριστή του αξία και όρισαν να γίνεται δεκτός στους αγώνες όποιος ήθελε να παρουσιάσει δράματα του Αισχύλου.

Πολέμησε στη μάχη του Μαραθώνα, όπου βρήκε ηρωικό θάνατο ο αδελφός του Κυνέγειρος, και στη ναυμαχία της Σαλαμίνας το 480 π.Χ. Οκτώ χρόνια αργότερα, με χορηγό τον Περικλή, παρουσίασε τη μόνη του τραγωδία με ιστορικό θέμα, τους Πέρσες. Από τα 90 δράματα που παραδίδεται ότι έγραψε και παρουσίασε ο Αισχύλος, μας σώζονται 7 τραγωδίες ολόκληρες, πολλά αποσπάσματα και 79 τίτλοι.

 
Απουλικός ερυθρόμορφος ελικωτός κρατήρας, στον οποίο εικονίζεται σκηνή 'Oρέστειας'. Ο Ορέστης ικέτης στο ιερό του Απόλλωνα. Αριστερά ο Απόλλωνας διώχνει μια Ερινύα, η οποία εμφανίζεται στο επάνω αριστερό μέρος της παράστασης κρατώντας ένα φίδι. Μπροστά της η Πυθία απομακρύνεται έντρομη, ενώ δεξιά το άγαλμα της ΄Aρτεμης φαίνεται σαν να παρακολουθεί την όλη σκηνή. Περίπου 380 π.Χ. Napoli. Δεξιά ο Αισχύλος

Η τετραλογία των Ἑπτά ἐπὶ Θήβας παρουσιάζει τον μύθο του Οιδίποδα, η τετραλογία των Ἱκετίδων τον μύθο του Δαναού και των θυγατέρων του, η Ὀρέστεια τον μύθο των Ατρειδών, και η Προμήθεια τον μύθο του Προμηθέα.

 Αυτό το σχήμα της μυθολογικά ενιαίας τετραλογίας πιστεύουμε πως το επινόησε ο Αισχύλος, θέλοντας να ξεδιπλώνει το θέμα του σε μεγαλύτερη κλίμακα. Η ποιητική του γλώσσα είναι κατάφορτη από εντυπωσιακές εικόνες, τολμηρές μεταφορές και σύνθετα. Τα χορικά του τραγούδια μακρόσυρτα, οι χαρακτήρες και τα πάθη τους υπερβαίνουν τα κοινά μέτρα.

Σοφοκλής (496-406 π.Χ.)

Ο Σοφοκλής ήταν ευνοημένος από κάθε άποψη. Γεννήθηκε και ανατράφηκε σε εύπορη και αρχοντική οικογένεια, στον Κολωνό. Ως έφηβος, όμορφος και λυγερός, χόρεψε στη γιορτή για τη νίκη της Σαλαμίνας και αργότερα, όταν υποκρίθηκε τη Ναυσικά στο ομώνυμο δράμα του, χόρεψε πάλι με τη μπάλα και θαυμάστηκε. Στους δραματικούς αγώνες πήρε πρώτη φορά μέρος το 468 π.Χ. και αμέσως αξιώθηκε το πρώτο βραβείο, αν και στον διαγωνισμό μετείχε και ο Αισχύλος. Το κοινό τον αγάπησε και του χάρισε δεκαοκτώ πρώτες νίκες στα Μεγάλα Διονύσια και μερικές ακόμα στα Λήναια.

Ως δραματουργός ο Σοφοκλής φρόντισε ιδιαίτερα τη σκηνογραφία και αύξησε τον αριθμό των χορευτών από δώδεκα σε δεκαπέντε και των υποκριτών από δύο σε τρεις. Στη σύνθεση των τετραλογιών δεν ακολούθησε το παράδειγμα του Αισχύλου, αλλά προτίμησε το παλαιότερο σχήμα, όπου οι τετραλογίες απαρτίζονταν από θεματικά ανεξάρτητα μεταξύ τους έργα.

Μορφολογικά, το ύφος του Σοφοκλή χαρακτηρίστηκε «βέλτιστο και εκφραστικό του ήθους» (Πλούταρχος, Ηθικά 79b). Πραγματικά, το μέσο ύφος του ισορροπεί ανάμεσα στο εξαιρετικά μεγαλόπρεπο του Αισχύλου και το εξαιρετικά απλό του Ευριπίδη, και η γλώσσα του ρέει αβίαστα, προσαρμοσμένη στο ήθος των προσώπων. Παρόμοια μέση θέση κρατά και στο θέμα της αναλογίας των διαλογικών με τα τραγουδιστικά μέρη. Τα χορικά είναι στα έργα του μικρότερα από του Αισχύλου αλλά εκτενέστερα από τα χορικά του Ευριπίδη. Από τα 120 και παραπάνω δράματα που παραδίδεται πως έγραψε σώζονται 7 τραγωδίες


Σοφοκλής

 (Αἴας, Ηλέκτρα, Οιδίπους τύραννος, Αντιγόνη, Τραχίνιοι, Φιλοκτήτης, Οιδίπους ἐπὶ Κολωνῷ),  πλήθος αποσπάσματα, και 400 πάνω κάτω στίχοι από το σατυρικό δράμα Ἰχνευταί, όπου οι Σάτυροι βοηθούν, ως ανιχνευτές, τον Απόλλωνα να ανακαλύψει τα βόδια που του είχε κλέψει ο Ερμής. Ο Σοφοκλής ξέρουμε πως είχε γράψει και ελεγείες, παιάνες, μιαν ωδή για τον φίλο του τον Ηρόδοτο και ένα θεωρητικό έργο πεζό, το Περὶ Χοροῦ.

 Ευριπίδης (485-406 π.Χ.)

  Ο Ευριπίδης ήταν Αθηναίος από τη Φλύα, το σημερινό Χαλάντρι· γεννήθηκε όμως στη Σαλαμίνα, όπου ο πατέρας του είχε κτήματα.

Από τα τουλάχιστον 88 έργα που έγραψε σώθηκαν 17 τραγωδίες (Ἄλκηστις, Μήδεια, Ἡρακλεῖδαι, Ἱππόλυτος,Ἀνδρομάχη, Ἑκάβη, Ἱκέτιδες, Ἡρακλῆς μαινόμενος, Τρῳάδες, Ἠλέκτρα, Ἰφιγένεια ἡ ἐν Ταύροις,  Ἑλένη,  Ἴων,  Φοίνισσαι, Ὀρέστης,  Ἰφιγένεια ἡ ἐν Αὐλίδι, Βάκχαι), ένα σατυρικό δράμα, ο Κύκλωψ, και πολλά μικρά και μεγάλα αποσπάσματα. Μόνο τέσσερις φορές αξιώθηκε το πρώτο βραβείο όσο ζούσε, και μιαν ακόμα, μετά τον θάνατό του, όταν ένας γιος του παρουσίασε στην Αθήνα την Ιφιγένεια στην Αυλίδα.

  Ο Ευριπίδης μείωσε ακόμα περισσότερο την έκταση των χορικών τραγουδιών, που μερικές φορές μπορούν να χαρακτηριστούν απλά εμβόλιμα (παρένθετα), καθώς το περιεχόμενό τους χαλαρά, ή μόνο έμμεσα, συνδέεται με την υπόθεση της τραγωδίας. Από την άλλη όμως μεριά, ο Ευριπίδης συνήθιζε να παρεμβάλλει στα διαλογικά μέρη λυρικές μονωδίες (εκρήξεις λύπης ή χαράς) συνθεμένες, όπως και τα χορικά, με τους επαναστατικούς μουσικούς τρόπους του νέου διθυράμβου \

   Οι χαρακτήρες του Ευριπίδη δεν έχουν ούτε το μεγαλείο των ηρώων του Αισχύλου ούτε την έμφυτη αρετή των ηρώων του Σοφοκλή. Τα μυθολογικά πρόσωπα παρουσιάζονται ως κοινοί άνθρωποι, ρεαλιστικά, με τα πάθη και τις ψυχικές τους μεταστροφές, με τις αρετές και τα ελαττώματά τους. Μιλούν γλώσσα απλή, αλλά το ύφος και η συλλογιστική τους είναι περίτεχνα, καθώς ο ποιητής γνώριζε και αξιοποιούσε στις ρήσεις και στις αντιλογίες τους όλα τα μυστικά της ρητορικής τέχνης. Σωστά ο βιογράφος διαπιστώνει πως ο ποιητής ήταν ρητορικότατος στη σύνθεση του λόγου, ποικίλος στην έκφραση, και ικανός στο να ανατρέπει επιχειρήματα.

  Η ιδεολογία του Ευριπίδη επηρεάστηκε, όπως ήταν φυσικό, από τα βιώματα του Πελοποννησιακού πολέμου. Ο φιλειρηνισμός του είναι ολοφάνερος σε έργα όπως οι Τρωάδες και η Εκάβη, όπου η φρίκη του πολέμου, η δυστυχία των νικημένων και η ύβρη των νικητών παρουσιάζονται ανάγλυφα, όπως τα έζησαν οι τρωαδίτισσες αιχμάλωτες μετά την άλωση. Παράλληλα, οι ηρωικές και πατριωτικές εξάρσεις είναι ορισμένες φορές τόσο υπερβολικές, ώστε να γεννούν υποψίες ότι στο βάθος ο Ευριπίδης ειρωνεύτηκε κάποιες ιδέες που σε καιρό πολέμου δε θα μπορούσε ανοιχτά να τις καταγγείλει.


Ευριπίδης

   Στον Ευριπίδη ανήκει το μόνο σατυρικό δράμα που μας σώθηκε ολόκληρο, ο Κύκλωπας, όπου ο Χορός των Σατύρων βρίσκεται παγιδευμένος, μαζί με τον Οδυσσέα και τους συντρόφους του, στη σπηλιά του Πολύφημου. Το έργο έχει κάποιες επιτυχημένες σκηνές, αλλά γενικά είναι μέτριο, και δεν απορούμε βλέποντας ότι σε ορισμένες τετραλογίες του ο ποιητής προτίμησε στη θέση του σατυρικού δράματος να παρουσιάσει μια τραγωδία με διάσπαρτα κωμικά στοιχεία και ευχάριστο τέλος, όπως η Ελένη και η Άλκηστη. Τον 5ο π.Χ. αιώνα έδρασαν στην Αθήνα πλήθος ακόμα τραγωδοδιδάσκαλοι, γνωστοί μόνο από τις καταγραφές των δραματικών αγώνων, από σκόρπιες πληροφορίες και λιγοστά αποσπάσματα. Σημαντικότεροι ανάμεσά τους, ο Αχαιός από την Ερέτρια, που διακρίθηκε για τα σατυρικά του δράματα, ο αθηναίος Αγάθων, που αποδέσμευσε τελείως τα εμβόλιμα χορικά τραγούδια από τις υποθέσεις των δραμάτων και πρώτος έγραψε τραγωδία με υπόθεση φανταστική, επινοημένη από τον ίδιο, και ο Ίων από τη Χίο, που εκτός από τραγωδίες και σατυρικά δράματα είχε γράψει κωμωδίες, λυρικά τραγούδια (παιάνες, ύμνους, εγκώμια, ελεγείες, επιγράμματα, σκόλια) και πεζά.

Πρατίνας: Σε κάποιο δραματικό αγώνα, τον πρώτο που γνωρίζουμε, μεταξύ 499 και 496 π.Χ., βρέθηκε αντιμέτωπος με τον Αισχύλο. Αναφέρεται κυρίως ως αναμορφωτής του σατυρικού δράματος.  Ήταν σύγχρονος του Χοιρίλου και του Αισχύλου όταν ο Αισχύλος ξεκινούσε την καριέρα του. Είναι αμφίβολο αν ο Πρατίνος ήταν τραγικός ποιητής. Ίσως να ήταν κωμικός, αλλά σίγουρα ήταν ο πρώτος που δημιούργησε έργα που χαρακτηρίζονται ως σατυρικό δράμα με χοντρά αστεία και εξωτικούς χορούς των σατύρων. Σύμφωνα με την μαρτυρία δύο επιγραμμάτων περί του Σοφοκλή γνωρίζουμε ότι ο Πρατίνας εκτιμούσε τον σατυρικό χορό. Φέρεται να έγραψε 18 τραγωδίες και 32 σατυρικά δράματα, αλλά τα έργα του έχουν χαθεί σχεδόν όλα.


Αττικός ερυθρόμορφος καλυκωτός κρατήρας με απεικόνιση παράστασης σατυρικού δράματος (400 π.Χ.). Nάπολη, Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. 

  Ένα από τα στοιχεία που άλλαζαν, ακολουθώντας την εξέλιξη της τραγωδίας, ήταν ο θεατρικός χώρος. Αρχικά οι θεατές κάθονταν πρόχειρα σε μια πλαγιά, να βλέπουν τον θίασο που έπαιζε και χόρευε στο ίσωμα. Αργότερα, όταν επισημοποιήθηκαν στην Αθήνα οι δραματικοί αγώνες, ως χώρος των παραστάσεων ορίστηκε, πολύ φυσικά, η νότια πλαγιά της Ακρόπολης κοντά στον ναό του Διονύσου. Εκεί στήνονταν κάθε χρόνο από τη μια μεριά πρόχειροι πάγκοι σε ημικύκλιο (εδώλια) για τους θεατές, από την άλλη μια εξίσου πρόχειρη παράγκα, η σκηνή, και μπροστά της μια χαμηλή εξέδρα για τους υποκριτές, το λογείο - όλα ξύλινα. Με τα χρόνια οι κατασκευές συμπληρώνονταν και βελτιώνονταν για να προσαρμοστούν στις αυξανόμενες απαιτήσεις της θεατρικής τέχνης και στον ολοένα μεγαλύτερο αριθμό θεατών. Προς το τέλος του 5ου π.χ. αιώνα οι αλλαγές λιγόστεψαν, και ο οργανωμένος θεατρικός χώρος έτεινε να παγιωθεί. Πάλι όμως, στο μεγαλύτερο μέρος τους οι κατασκευές έμειναν ξύλινες.

   Οι τραγωδοδιδάσκαλοι παρουσίαζαν καθένας μια τετραλογία, δηλαδή τρεις τραγωδίες και ένα σατυρικό δράμα. Τα σατυρικά δράματα είχαν κάποια κοινά αλλά και διαφορές μεγάλες από τις τραγωδίες. Παρουσίαζαν και αυτά ένα μύθο, όχι απαραίτητα σχετικό με τον Διόνυσο, όπου όμως στην πλοκή του έπρεπε να μετέχει υποχρεωτικά ένας Χορός Σατύρων. Οι Σάτυροι και ο κορυφαίος τους Σειληνός ήταν ακόλουθοι του Διονύσου, κακόμορφοι, τραγοπόδαροι, με ουρές αλόγων, μέθυσοι, αθυρόστομοι, φοβητσιάρηδες, χαζοχαρούμενοι και αχόρταγοι ερωτύλοι. Με τέτοιο Χορό τα σατυρικά δράματα φυσικό ήταν να έχουν κεφάτο, κωμικό χαρακτήρα, να γελοιογραφούν τα πρόσωπα και να παρωδούν τις μυθολογικές διηγήσεις.


Ερυθρόμορφος κρατήρας (αγγείο για την ανάμιξη κρασιού με νερό)  με παράσταση Ανόδου της Αφροδίτης από τη Γη. Σχετίζεται με τη διδασκαλία του σατυρικού δράματος του Σοφοκλή «Σάτυρο Σφυροκόπο» 400-375π.χ, Αρχαιολογικό Μουσείο Πέλλας

 Τις τρεις τραγωδίες ακολουθούσε το σατυρικό δράμα, και τις τρεις μέρες για τις τραγωδίες ακολουθούσε μια μέρα για τις κωμωδίες. Έτσι, στο πρόγραμμα των δραματικών αγώνων εφαρμοζόταν δύο φορές ένας γενικός κανόνας που ορίζει ότι τα σοβαρά και λυπητερά θεάματα σωστό είναι να τα ακολουθεί ως κατακλείδα κάτι πιο ελαφρό και χαρούμενο, για να μη φεύγει ο θεατής με βαριά καρδιά.

Και το σατυρικό δράμα πιστεύουμε ότι ξεκίνησε από τον διθύραμβο, όπως η τραγωδία. Από μια διαφορετική μορφή διθυράμβου, υποθέτουμε, όπου ο Χορός, μεταμφιεσμένος σε Σατύρους, χόρευε και τραγουδούσε ζωηρά και ξέγνοιαστα τραγούδια για το κρασί και τον έρωτα, όλα στοιχεία ταιριαστά με τον Διόνυσο. Με αυτή τη μορφή ο διθύραμβος είχε, φαίνεται, καλλιεργηθεί περισσότερο από τους Δωριείς. Προς το τέλος του 6ου π.χ. αιώνα ο Πρατίνας τον μεταφύτεψε στην Αθήνα, όπου γρήγορα βρήκε τη θέση του ως σατυρικό δράμα δίπλα στην αδελφή του την τραγωδία.