49ο ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΑΡΧΙΚΗΕΠΙΣΤΡΟΦΗ

ΠΡΟΛΟΓΟΣ    ΤΟ ΔΡΑΜΑ ΣΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ 1 - ΤΟ ΔΡΑΜΑ ΣΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ 2    ΕΝΔΥΜΑΤΑ - ΠΡΟΣΩΠΕΙΑ      ΔΡΑΜΑΤΙΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ

Η ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΤΟΥ ΔΡΑΜΑΤΟΣ ΕΩΣ ΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΠΟΧΗ      ΕΡΓΑΣΙΕΣ  ΜΑΘΗΤΩΝ& ΚΑΘΗΓΗΤΩΝ      ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

ΤΟ ΔΡΑΜΑ ΣΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ

Η κωμωδία από τις αρχές ως το τέλος του 5ου π.Χ. αιώνα

«Η κωμωδία», γράφει ο Αριστοτέλης, «ξεκίνησε από τους κορυφαίους των φαλλικών, που ακόμα και σήμερα [τον 4ο π.χ. αι.] έμειναν και γιορτάζονται σε πολλές πόλεις» (Ποιητική 1449a). Τα φαλλικά ήταν εθιμικά τραγούδια που τραγουδούσαν οι κῶμοι, ομάδες γλεντοκόπων στις αγροτικές γιορτές του Διονύσου, περιφέροντας ομοιώματα του ανδρικού γεννητικού οργάνου, του φαλλοῦ. Παρόμοια έθιμα, με φανερό στόχο τη συμβολική γονιμοποίηση της γης, είναι γνωστά από πολλούς λαούς. Χαρακτηριστικά τους οι κωμικές, συχνά ζωόμορφες, μεταμφιέσεις, η άμετρη αισχρολογία, τα τολμηρά προσωπικά πειράγματα, και οι χοντροκομμένες αυτοσχέδιες σατιρικές σκηνές, όλα στοιχεία που συναντούμε και στην κωμωδία.

Ελάχιστες είναι οι πληροφορίες μας για την εξέλιξη που οδήγησε από τα πανάρχαια γονιμικά αγροτικά έθιμα στην ολοκληρωμένη λογοτεχνική μορφή της κωμωδίας, όπως τη συναντούμε στην Αθήνα τον 5ο π.χ. αιώνα. Οι πηγές μας αναφέρουν ως λαϊκά δρώμενα τις αυτοσχέδιες κωμικές σκηνές των Δεικηλιστών της Σπάρτης, που παρουσίαζαν πλανόδιους γιατρούς και κλεφτοκοτάδες, τη χοντροκομμένη μεγαρική φάρσα, όπου εμφανίζονταν ο μάγειρας Μαίσων και ο παραμάγειρας Τέττιξ, και τους κοιλαράδες Φλύακες της Κάτω Ιταλίας, που διακωμωδούσαν γνωστούς μύθους.


Πήλινα ειδώλια χαρακτηριστικών τύπων της κωμωδίας. Μουσείο Αρχαίας Αγοράς

   Οι περισσότερες μαρτυρίες για λαϊκές παραστάσεις προσέχουμε ότι αφορούν δωρικές πολιτείες και τόπους. Γίνεται έτσι πιθανό, όχι όμως και βέβαιο, στις προδρομικές της μορφές η κωμωδία να αναπτύχτηκε σε δωρικό κλίμα, όπως και το σατυρικό δράμα. Στον δωρικό, άλλωστε, χώρο της Σικελίας συναντούμε και τις πρώτες, όχι πια λαϊκές και αυτοσχέδιες αλλά επώνυμες, λογοτεχνικές κωμωδίες.

Αριστοφάνης Γεννήθηκε στην Αθήνα το 445 π.χ περίπου, και πέθανε στα μέσα της δεκαετίας του 380 π.Χ. Έζησε στην Αθήνα και μεγάλωσε τα χρόνια, που ξεκίνησε για την Αθήνα και τους κατοίκους της, μία εποχή ειρήνης και άνθησης, κατά την οποία στην πολιτική ζωή κυριαρχούσε η προσωπικότητα του Ήταν γιος του Φιλίππου, γνήσιου Αθηναίου, από τον Δήμο Κυδαθηναίων κι έτσι θεωρείται κι αυτός ντόπιος. Γα τη ζωή του, όμως, μόνο ελάχιστα μας είναι σήμερα γνωστά. Νυμφεύτηκε νωρίς κι απέκτησε τρεις γιους, τον Φίλιππο, τον Νικόστρατο και τον Αραρότα. Ο τελευταίος ήταν κι αυτός κωμικός ποιητής και με το όνομά του ο Αριστοφάνης δίδαξε στα τελευταία χρόνια της ζωής του τις κωμωδίες του "Κώκαλον" και "Αιολοσίκωνα". Ο Αραρώς δίδαξε και δικά του πρωτότυπα έργα. Έλαβε συνολικά, 10 μεγάλα πρώτα βραβεία σε σχετικούς θεατρικούς διαγωνισμούς. Από τα έργα του φαίνεται πως είχε εξαιρετική μόρφωση, γενική και ειδική. Εκτός από τη καθολική μόρφωση, που η Αθήνα του Περικλή έδινε στους νέους, γνώριζε άριστα τα έργα των προηγούμενων ποιητών και φρόντισε να τελειοποιηθεί στη σκηνική τέχνη. Ήταν πνευματώδης ευφυολόγος, χιουμορίστας και με περίσσεια τόλμη καυτηρίαζε, προπάντων τους δημαγωγούς, τους σοφιστές και τον Δήμο Αθήνας. Τα έργα του Αριστοφάνη είχαν σημαντική επίδραση σε μεταγενέστερους συγγραφείς, ιδιαίτερα σε ’γγλους σατιρικούς του 17ου και 18ου αιώνα.


Χειρόγραφο της λέξης, του Αριστοφάνη.

 Σωζόμενες Κωμωδίες

Αχαρνής (κωμωδία)(425 π.χ.)                                    Ιππείς (κωμωδία)(424 π.χ.)

Νεφέλες (κωμωδία (423 π.χ.)                                   Σφήκες (κωμωδία) (422 π.χ.)

Ειρήνη (κωμωδία) (421 π.χ.)                                     Όρνιθες (κωμωδία) (414 π.χ.)

Λυσιστράτη (κωμωδία) (411 π.χ.)                           Θεσμοφοριάζουσες (κωμωδία) (411 π.χ.)

Βάτραχοι (κωμωδία)(405 π.χ.)                                 Εκκλησιάζουσες (κωμωδία)(392 π.χ.)

Πλούτος (κωμωδία) (388 π.χ.)


Όρνιθες

 Αποσπασματικά Σωζόμενες Κωμωδίες

Δαιταλείς (427 π.χ.)                                    Βαβυλώνιοι (426 π.χ.)

Γεωργοί (424 π.χ.)                                      Ολκάδες (423 λ.χ.)

Προάγων (422 π.χ.)                                   Αμφιάραος (414 π.χ.)

Πλούτος α' (408 π.χ.)                                 Γηρυτάδης (407 π.χ.)

Κώκαλος (387 π.χ.)                                  Αιολοσίκων β' (386 π.χ.)

Το θέατρο τον 4ο π.χ. αιώνα

Η ήττα της Αθήνας στον Πελοποννησιακό πόλεμο και η συνακόλουθη πτωτική πορεία της αθηναϊκής δημοκρατίας φυσικό ήταν να επηρεάσουν αρνητικά και το θέατρο. Δεν είναι σύμπτωση ότι τόσο στην τραγωδία όσο και στην κωμωδία τα χορικά μέρη, δηλαδή η συμμετοχή και η έκφραση των πολλών, χάνουν βαθμιαία τη σημασία τους και παραμερίζονται ως εμβόλιμα.

Στην Αθήνα οι δραματικοί αγώνες συνεχίζονταν αλλά με εξαιρετικά περιορισμένο πρόγραμμα, όπου περιλαμβάνονταν και επαναλήψεις τραγωδιών των τριών αναγνωρισμένων πια ως μεγάλων τραγικών ποιητών του 5ου π.χ. αιώνα, κυρίως του Ευριπίδη. Οι νεότεροι ποιητές συμμετείχαν με δύο μόνο τραγωδίες ο καθένας, και το σατυρικό δράμα είχε αυτονομηθεί ως ανεξάρτητο είδος.


Σε αγγείο πού βρίσκεται στο Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης της Νέας Υόρκης φαίνεται το σώμα τού Σαρπηδόνα, γιού της Ευρώπης, να μεταφέρεται στον αέρα από τον Ύπνο και τον Θάνατο, πιθανώς από την τραγωδία τού Αισχύλου Ευρώπη

 Προβληματισμοί και συγκρούσεις δεν είχαν στην τραγωδία του 4ου π.χ. αιώνα το βάθος και τη συνοχή που είχαν στις προγενέστερες μορφές της. Μόνο μας δείγμα ο Ρῆσος, μια δραματοποίηση της ομηρικής Δολώνειας, όπου κυριαρχεί η ποικιλία, όπου οι δραματικές καταστάσεις διαδέχονται η μια την άλλη παρατακτικά, και όπου, αντίστοιχα, η τραγική ένταση είναι περιστασιακή και κομματιασμένη: «ανάβουν διαρκώς μικρές φωτιές, χωρίς να δημιουργείται κάπου μια πυρκαγιά» (Α. Λέσκι).

Γενικά, στην τραγωδία αυτής της εποχής, το βάρος μετατοπίζεται από τα νοήματα στη ρητορική, από το περιεχόμενο των έργων στη θεατρικότητα των παραστάσεων, από την ουσία στο θέαμα. Κυριαρχούν η εντυπωσιακή σκηνοθεσία και η μαστορική υπόκριση τόσο ώστε δίκαια ο Αριστοτέλης να παραπονιέται ότι στις μέρες του «οι υποκριτές ισχύουν περισσότερο από τους ποιητές» (Ρητορική 1403b).

  Στην κωμωδία οι εξελίξεις ήταν διαφορετικές. Η Μέση κωμωδία αποτελούσε μεταβατικό στάδιο ανάμεσα στην παλαιά, που τα χαρακτηριστικά της έτειναν να εξαφανιστούν, και στη Νέα κωμωδία, που τα χαρακτηριστικά της τότε άρχιζαν να σχηματίζονται. Οι αλλαγές είναι κιόλας αισθητές στα δύο έργα του Αριστοφάνη, στις Εκκλησιάζουσες και στον Πλούτο, τα μόνα που μας σώθηκαν από την τεράστια, όπως φαίνεται,  παραγωγή της Μέσης κωμωδίας.

Στις Εκκλησιάζουσες (392 π.χ.), όπου οι γυναίκες συνωμοτούν, παίρνουν την εξουσία στα χέρια τους και επιβάλλουν κοινοκτημοσύνη, ακόμα περισσότερο στον Πλούτο (388 π.χ.), όπου ο θεός Πλούτος από τυφλός που ήταν ανάβλεψε και αποφάσισε να ανταμείβει τους δικαίους και σοφούς και κοσμίους, η πολιτική σάτιρα έχει αντικατασταθεί από την κοινωνική κριτική. Κανένα από τα δύο έργα δεν έχει παράβαση, τα χορικά είναι λιγοστά, και δύο φορές στις Εκκλησιάζουσες διαβάζουμε στα χειρόγραφα την ένδειξη ΧΟΡΟΥ, που σημαίνει ότι ο ποιητής, αντί να γράψει τραγούδι, πρόβλεψε μια ομάδα από χορευτές να παρουσιαστούν στο σημείο αυτό, να τραγουδήσουν κάτι εμβόλιμο, ή και μόνο να χορέψουν και να φύγουν.

   Στη Μέση κωμωδία τα επώνυμα προσωπικά πειράγματα χάνουν βαθμιαία τη σφοδρότητα τους, σπανίζουν και τελικά εκλείπουν, όπως και τα τολμηρά κοπρολογικά και σεξουαλικά χωρατά. Αντίθετα, ολοένα και περισσότερο εμφανίζονται και πρωταγωνιστούν τυποποιημένοι κωμικοί χαρακτήρες: κόλακες, εταίρες, μάγειροι, δούλοι τετραπέρατοι, σαν τον Καρίωνα του αριστοφανικού Πλούτου, κ.ά. Από θεματική άποψη, οι ποιητές της Μέσης κωμωδίας ευνοούν τη διακωμώδηση των μύθων, σατιρίζουν φιλόσοφους και λογοτέχνες, και εγκαινιάζουν τα ερωτικά θέματα που θα κυριαρχήσουν αργότερα στις υποθέσεις της Νέας κωμωδίας.


Παράσταση χορού νέων αντρών, οι οποίοι ιππεύουν στρουθοκάμηλους,

Χαρακτηριστική για τις θεατρικές εξελίξεις είναι η δράση ενός σημαντικού πολιτικού και ρήτορα, του Λυκούργου. Γύρω στα 330 π.χ. ο Λυκούργος ολοκλήρωσε την κατασκευή του Διονυσιακού θεάτρου, που πια δεν ήταν ξύλινο αλλά πέτρινο. Ο ίδιος φρόντισε και να καταγραφούν επίσημα, για να περισωθούν, τα αυθεντικά κείμενα των τριών μεγάλων τραγικών ποιητών, που σκηνοθέτες και υποκριτές είχαν τα χρόνια εκείνα την τάση να τα παραλλάζουν προσθέτοντας ή αφαιρώντας στίχους, ή και ολόκληρες σκηνές. Ευεργετικές και οι δύο κινήσεις του Λυκούργου. Όμως από μιαν άποψη το παγιωμένο θέατρο και τα κωδικοποιημένα κείμενα επισφραγίζουν το οριστικό τέλος της τραγωδίας.

Ελληνιστική- Ρωμαϊκή εποχή

  Οι διάσημοι ηθοποιοί αναζητούσαν στην επανάληψη των κλασικών έργων φημισμένους ρόλους για προβολή. Οι συγγραφείς περιόριζαν τη συμμετοχή του χορού για να ικανοποιήσουν τους υποκριτές. Οι χορηγοί επιζητούσαν θεαματικές διασκευές προσδοκώντας την εφήμερη δόξα. Στην ατέρμονη αυτή, σπειροειδή φθορά, τη σεβάσμια μορφή του υποκριτή αντικατέστησε το άστρο της διασημότητας. Οι συντεχνίες των ηθοποιών οργανώνουν υπερεθνικές περιοδείες,  εξασφαλίζουν υπέρογκες αμοιβές, ασυλίες και προνόμια, αναζητούν προστάτες και χαρίζουν εύνοιες. Στη διαδικασία ενός τέτοιου συστήματος, ο υποκριτής κυριεύει το ρόλο, ο θεός ή ο ήρωας γίνεται φιγούρα. Επειδή ο αρχαίος  μύθος  ξεφτίζει  στην  υπαρκτή  καθημερινότητα  και  το  δραματικό  πρόσωπο πρέπει να δείχνει το τραγικό του προσωπείο, κατέληξαν στη φρικτή και απόκοσμη όψη της γνωστής μάσκας των ελληνιστικών και ρωμαϊκών αγγείων. Η προσοχή συγκεντρώνεται στην εμφάνιση, επομένως η δράση εστιάζεται στη σκηνή. Το επίπεδο στάσης των υποκριτών υψώνεται πάνω από την ορχήστρα, η επικοινωνία ΅ε το χορό καθίσταται προβληματική και τα χορικά γίνονται ιντερμέδια ή καταργούνται.

  Στα τέλη της ελληνιστικής εποχής η δραματική παραγωγή υποβαθμίζεται σημαντικά, επειδή απουσιάζει ΅ια πειστική ανανέωση του ποιητικού λόγου και παράλληλα η λαϊκή σάτιρα του μιμοθέατρου γίνεται ιδιαίτερα  δημοφιλής. Για οικονομικούς λόγους, οι περιοδεύοντες θίασοι περιορίζουν τα ΅έλη του χορού ή καταργούν τελείως τα χορικά, όπως και οι διάσημοι ηθοποιοί στις πολυδάπανες παραστάσεις τους, αλλά αυτοί για λόγους αυτοπροβολής. Ειδικά για τις παραστάσεις έργων της κλασικής εποχής, ο χορός συνωθείται στην εξέδρα του προσκηνίου, ψάλλοντας κατ'εκτί΅ηση ορισμένα στάσιμα και ΅όνο στο Διονυσιακό θέατρο της Αθήνας, για συναισθηματικούς λόγους, συνέχιζε να παραμένει στην ορχήστρα. Είναι φανερό πως οι συνθήκες ήταν ώριμες για σοβαρές ανακατασκευές στα αρχαία ελληνικά θέατρα και για την κυοφορία ενός διαφορετικού θεατρικού χώρου.


Σάτυρος Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης

  Ο πολιτισμός των Ετρούσκων, κλάδος της ρωμαϊκής παράδοσης, υιοθετώντας σημαντικά στοιχεία του ελληνικού πολιτισμού ( χάρη στις ομοιότητες της κοινωνικής οργάνωσης), έφερε τους Ρωμαίους σε επαφή ΅ε τις ελληνικές απόψεις, πριν από την εξάπλωση του ρωμαϊκού κράτους. Ενώ λοιπόν η Ρώμη δεν γνώριζε τη θεατρική λειτουργία, το 364 π.χ. ΅ε αφορμή κάποια ανεξέλεγκτη επιδημία που σάρωσε την πόλη, παρουσιάστηκε για λόγους εξευμενισμού, ΅ια ετρουσκική δραματική τελετουργία, σε ΅ια πρόχειρη κατασκευή ΅ε ικρία, στο Circuς Maximus.

 Όμως  οι  συνθήκες  ωρίμασαν,  ΅όνο,  μετά  την  κατάκτηση  και  ενσωμάτωση  των ελληνικών αποικιών στη ρωμαϊκή επικράτεια ( 272 π.χ. πτώση του Τάραντος ) για να προσπαθήσουν :


Προσωπείο Ελληνιστικής εποχής Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών

•       στα ελληνιστικά θέατρα,

•       ΅ε αθηναϊκά ονόματα, τοπωνύμια και ρούχα,

•       ΅ε μύθους της κλασικής εποχής,   και

•       ΅ε δημοφιλή πρότυπα τον Ευριπίδη και τον Μένανδρο,  

να μιμηθούν ( κακότεχνα για μεγάλο διάστημα) το ελληνικό δράμα, μέχρι να συγκροτηθεί ΅ια σχολή (τον 2ο αιώνα π.χ.) κυρίως στη κωμωδία ( Πλαύτος,  Τερέντιος).

Το ενδιάμεσο εξελικτικό στάδιο καταλαμβάνει ο πιο ακαθόριστος τύπος θεατρικού χώρου, το ελληνορωμαϊκό θέατρο. Η διακριτή εμφάνιση του εντοπίζεται για πρώτη φορά στη Δήλο,  το 250 π.χ. και περικλείει στη σύλληψη του, όχι τα σημάδια κάποιου ρωμαϊκού σχεδιασμού που δεν υπήρχε ακόμα αλλά, την επιρροή μιας λειτουργίας που θα υιοθετηθεί αργότερα από τους Ρωμαίους.

Η ακμή της ρωμαϊκής κωμωδίας επηρέασε, ίσως ΅όνο έναν αιώνα, τα θεατρικά πράγματα, χωρίς ποτέ να επιτύχει ΅ια αυθεντική δραματική παράδοση ( όπως αποδείχτηκε ΅ε τις απόπειρες του Σενέκα τον 1ο αιώνα ΅.χ.) αφού :

v  ο μιμοθέατρο και η λαϊκή σάτιρα ήταν θεάματα που ανταποκρινόταν στην κοινωνική παθητικότητα και εξατομικευμένη αισθητική των Ρωμαίων,

v  η πολιτική οργάνωση παρεμπόδισε την οικοδόμηση ενός κανονικού θεατρικού χώρου (για ΅ια μεγάλη περίοδο του 2ου αιώνα π.χ.).

Στον αποστεωμένο θεατρικό χώρο, εκτός από την υποβάθμιση της σημασίας του ποιητικού λόγου, έκλεισε και ο κύκλος του ηθοποιού της αρχαιότητας, καθώς το κάποτε αξιοσέβαστο λειτούργημα αφέθηκε για τους σκλάβους ή μελλοθάνατους αιχμαλώτους. ’λλωστε, στον ανελέητο συναγωνισμό των εκδηλώσεων για  περισσότερο  θέαμα,  ο χώρος πολύ συχνά εξυπηρετούσε αγώνες μονομάχων, θηριομαχίες ή απομιμήσεις ναυμαχιών [χάρη στο pulpitum, ένα στηθαίο μεταξύ κοίλου και ορχήστρας].