49ο ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΑΡΧΙΚΗΕΠΙΣΤΡΟΦΗ

ΠΡΟΛΟΓΟΣ    ΤΟ ΔΡΑΜΑ ΣΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ 1 - ΤΟ ΔΡΑΜΑ ΣΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ 2    ΕΝΔΥΜΑΤΑ - ΠΡΟΣΩΠΕΙΑ      ΔΡΑΜΑΤΙΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ

Η ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΤΟΥ ΔΡΑΜΑΤΟΣ ΕΩΣ ΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΠΟΧΗ      ΕΡΓΑΣΙΕΣ  ΜΑΘΗΤΩΝ& ΚΑΘΗΓΗΤΩΝ      ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Η ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΙΟΥ ΔΡΑΜΑΤΟΣ ΕΩΣ ΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΠΟΧΗ

Αρχαιότητα 

Από τον 4ο αιώνα π.χ. υπάρχει ήδη το ενδιαφέρον των τραγικών ηθοποιών να ανεβάσουν πάλι έργα της κλασικής περιόδου (επαναλήψεις παλαιών). Το 386 π.χ., με επίσημη απόφαση των Αθηναίων, καθιερώθηκε ο διαγωνισμός των ηθοποιών στην αναβίωση παλαιών έργων στα Μεγάλα Διονύσια. Στις παραστάσεις αυτές υπεύθυνοι ήταν οι τραγικοί υποκριτές, οι οποίοι και πρόβαλαν τη δική τους παρουσία. Οι τίτλοι των νέων τραγωδιών του 4ου αιώνα δείχνουν ότι οι γνωστοί μύθοι συνεχίζουν να προμηθεύουν το υλικό, που όμως έχει διασωθεί αποσπασματικά.

  Με τις κατακτήσεις του μεγάλου Αλεξάνδρου και την ελληνιστική εποχή που ακολούθησε, το αρχαίο ελληνικό θέατρο ήταν ένας από τους φορείς του ελληνικού πολιτισμού στην ευρύτερη περιοχή της ανατολικής μεσογείου. Ανάμεσα στις σημαντικές αλλαγές που έφερε η μεγαλύτερη διάδοση του θεάτρου, ήταν ότι εμφανίστηκαν επαγγελματίες ηθοποιοί και ότι χτίστηκαν πολύ μεγάλα και σημαντικά θέατρα

    Το αρχαίο ελληνικό θέατρο άσκησε τεράστια επίδραση στην ανάπτυξη του παγκόσμιου θεάτρου. Με τις επιδράσεις στο Ρωμαϊκό θέατρο, αλλά και αργότερα στην αναγέννηση και στην εποχή του διαφωτισμού.

Με την αλλαγή των πολιτικών συνθηκών, τον 1ο αι. π.Χ., ατονεί και η αντίστοιχη θεατρική παράδοση. Το ενδιαφέρον όμως του κοινού το κέρδιζαν πάντα μορφές σκηνικής παρουσίασης που είχαν δραματικό χαρακτήρα. Οι δραματικές παραστάσεις επέζησαν και συνέχισαν να εξελίσσονται, εκφράζοντας κάθε φορά τη συγκεκριμένη πραγματικότητα μέσα στην οποία λειτουργούν. Ίσως, όμως, ο καθοριστικότερος παράγοντας για τη μετάδοση ολόκληρων έργων και τη διατήρησή τους στο χρόνο υπήρξε η αδιάλειπτη παρέμβαση των μελετητών, οι οποίοι, από τον Αριστοτέλη έως τους Αλεξανδρινούς γραμματικούς, συγκέντρωσαν και ανέλυσαν τα κείμενα της τραγωδίας διασφαλίζοντας έτσι την επιβίωσή τους.

  Στη Βυζαντινή εποχή την θέση του θεάτρου πήραν τα λαϊκά θεάματα, τα μιμοδράματα.  Τα μόνα σκηνικά είδη που επιζούσαν ήταν ο παμπάλαιος Μίμος και το πολύ νεώτερο παρακλάδι του, ο Παντόμιμος, όπως είχαν διαμορφωθεί στα ύστερα ρωμαϊκά χρόνια. Μάλιστα ο Παντόμιμος, ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής στο λαϊκό κοινό  του Βυζαντίου. Οι θεατές αποστήθιζαν τα επικολυρικά άσματα που συνόδευαν την όρχηση και τα τραγουδούσαν στους δρόμους, στα σπίτια τους, στις διασκεδάσεις τους.

theatro
Γυναίκα παντομίμος  που κρατάει τριπλό  προσωπείο των ηρώων που υποδύεται. (Ανάγλυφο από ελεφαντοστού, 4ος αι. μ.X., Αρχαιολογικό Μουσείο Βερολίνου)

 

   Η μουσική, τα τραγούδια και οι χοροί, που διάνθιζαν το μιμοθέαμα, θεωρούνταν από τους ιερείς και τους λόγιους της εποχής αισχρά και διεφθαρμένα.

   Παρά τον σκληρό πόλεμο και τους κεραυνούς που εξαπέλυαν  οι Πατέρες της Εκκλησίας, το  λαϊκό θέατρο, στην ταπεινή αυτή μορφή που είχε ξεπέσει, εξακολουθούσε να επιζεί.

   Μίμος και μάλιστα από τις πλέον διάσημες για το ταλέντο της και την ομορφιά της ήταν η γυναίκα του Ιουστινιανού και μετέπειτα αυτοκράτειρα  Θεοδώρα, που  έπαιζε και χόρευε ημίγυμνη  στον Ιππόδρομο αλλά και σε συμπόσια πλουσίων

 


Ιππόδρομος στη Κωνσταντινούπολη

Στο λατινόφωνο κόσμο η αρχαία τραγωδία έγινε γνωστή μέσα από τη μετάφραση και την προσαρμογή των θεμάτων της στα έργα των Ρωμαίων ποιητών, του επικού Έννιου (3ος-2ος αι. π.Χ.), του τραγικού ’κκιου (2ος αι. π.Χ.) και του φιλόσοφου Σενέκα (1ος αι. μ.Χ). 

Οι δημοκρατικές παραδόσεις του αρχαίου ελληνικού θεάτρου, αλλά και η θεματολογία του με τις πανανθρώπινες αλήθειες που αγγίζουν θεατές με διαφορετική κουλτούρα και σε διαφορετικές εποχές, έχουν κάνει το αρχαίο ελληνικό θέατρο να είναι όπως ακριβώς και η αρχαία ελληνική φιλοσοφία, προίκα όλης της ανθρωπότητας


Πήλινα ειδώλια χαρακτηριστικών τύπων της κωμωδίας Πέλλα
 

Αναβίωση

  Οι πολυάριθμες επεξεργασίες των θεμάτων της αρχαίας τραγωδίας που επιχειρήθηκαν ως σήμερα αποδεικνύουν τη δυναμικότητά τους. Πρόκειται για θέματα διαχρονικά, σχετικά με βασικά προβλήματα και συγκινήσεις του ανθρώπου.      Σπουδαίοι στοχαστές, όπως ο Γκαίτε (1749-1832), ο Έγελος (1770-1831), ο Νίτσε (1844-1900) κ.ά., έβρισκαν στις αρχαίες τραγωδίες αστείρευτη πηγή σκέψεων για τη μοίρα του ανθρώπου, τη φύση της τέχνης, τη σύγκρουση των αντιθέτων.

Θεατρικές προσαρμογές ή μεταγραφές των τραγικών έργων σε νέα έργα ή όπερες έχουμε από το 16ο και 17ο αι., ενώ το 19ο και τον 20ό αι. αναβιώνει η τραγωδία σε συνδυασμό με τη φιλολογική έρευνα σε πανεπιστημιακούς κύκλους (Πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ, της Οξφόρδης, του Εδιμβούργου κ.ά.).

    Παραστάσεις κλασικών τραγωδιών δίνονται με επιτυχία στα σύγχρονα θέατρα από αξιόλογους σκηνοθέτες, όπως ο Πίτερ Χολ (Αγγλία), ο Πέτερ Στάιν (Γερμανία), ο Ρόμπερτ Γουίλσον (Αμερική), ο Ταντάσι Σουζούκι (Ιαπωνία), ενώ στην Ελλάδα την αρχαία τραγωδία ανέδειξαν ο Δημήτρης Ροντήρης και ο Κάρολος Κουν.

  Βέβαια, σε κάθε εποχή οι σκηνοθέτες προβάλλουν κάποια χαρακτηριστικά σε βάρος κάποιων άλλων και οι διασκευές των έργων διαφέρουν ως προς το πνεύμα και την έμπνευση, ανάλογα πάντοτε με το κλίμα, τη χρονική στιγμή, τις συνθήκες και τη συγκεκριμένη πνευματική ομάδα που δραστηριοποιείται. Κάτι ανάλογο, εξάλλου, συνέβη και στην αρχαιότητα: η τραγωδία ανανεώθηκε από τους μεγάλους τραγικούς, ακριβώς γιατί άλλαξαν οι συνθήκες και η θεώρηση του κόσμου.


Παράσταση Ορέστης του Ευριπίδη στην Επίδαυρο

  Προσπάθειες αναβίωσης της τραγωδίας από το Μεσοπόλεμο και μετά έγιναν και γίνονται ακόμη: στο Φεστιβάλ Θεάτρου των Συρακουσών (ξεκίνησε το 1914), στις Δελφικές Γιορτές (το 1927 από τον ’γγελο Σικελιανό και τη γυναίκα του Εύα Πάλμερ), ενώ από το 1954 καθιερώθηκε το αρχαίο δράμα στο Φεστιβάλ της Επιδαύρου και τον επόμενο χρόνο στο Φεστιβάλ Αθηνών.

  Σε όλες τις περιπτώσεις η λογοτεχνική μορφή του τραγικού είδους έμεινε σε γενικές γραμμές ίδια, όπως ακριβώς και το πνεύμα που τη ζωντάνευε. Σήμερα, σε όλο σχεδόν τον κόσμο, παίζονται τα έργα του Αισχύλου, του Σοφοκλή και του Ευριπίδη. Είκοσι πέντε αιώνες μετά, αξιόλογοι δημιουργοί εμπνέονται από την αρχαία τραγωδία, συνεχίζουν να γράφουν τραγωδίες και να δανείζονται από τους Έλληνες τους τίτλους, τα θέματα, τις υποθέσεις και τα πρόσωπα. Γράφονται Ηλέκτρες και Αντιγόνες ή δημιουργούνται έργα νεότερα, με σύγχρονη μορφή, εμπνευσμένα από τους μύθους της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας (π.χ. Το πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα του Ευγένιου Ο' Νιλ, Η Οικογενειακή Συγκέντρωση του Τ.Σ. Έλιοτ, Οι Μύγες του Ζαν-Πολ Σαρτρ, δημιουργήματα εμπνευσμένα από το μύθο των Ατρειδών). Στα έργα όμως αυτά δε βρίσκουμε τους εκφραστικούς τρόπους και την ιδιότυπη δομή της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας.

Ωστόσο, η αναβίωση της τραγωδίας με οποιαδήποτε μορφή και η αναμφισβήτητη επικαιρότητά της αποδεικνύουν ότι αυτή αποτελεί εξαίρετο δημιούργημα του ανθρώπινου πνεύματος.

Επίλογος

      Στην ιστορία του θεάτρου, ο συγγραφέας και ο χώρος διαγράφουν ΅ια αέναη παλινδρόμηση : κάποτε οι τεχνικές ελλείψεις περιόρισαν τη φαντασία, ενώ συχνά η πληθωρική προσφορά μέσων στυλιζάρισε την έκφραση και οδήγησε σε θεαματικές παρεκτροπές.

      Στις σπάνιες περιπτώσεις ΅ε αμφίδρομη και καθολική ταύτιση ( την κλασική περίοδο του αρχαίου  ελληνικού  θεάτρου  και  τη  σαιξπηρική  εποχή  της  ελισαβετιανής  σκηνής) εντοπίζονται θαυμαστά αποτελέσματα, καθώς ο θεατρικός χώρος προσέφερε στον ποιητή ένα οικείο κέλυφος για δημιουργία. Ο θεατρικός χώρος συντίθεται αδρά από τη ζώνη της υποκριτικής και τη ζώνη της επισκόπησης. Η σχέση των δύο περιοχών και η μορφή τους είναι αποκαλυπτική των πολιτιστικών προθέσεων και των κοινωνικών αξιών κάθε εποχής.


Χορευτές Μουσείο Ερέτριας