49ο ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΑΡΧΙΚΗΕΠΙΣΤΡΟΦΗ

 

Πρόλογος - Ενδυμασία στην Αρχαία Ελλάδα Ενδυμασία στην Βυζαντινή εποχή - Ενδυμασία στην Τουρκοκρατία - Ενδυμασία στην Νεότερη Ελλάδα και επιδράσεις από την Ευρώπη - Εργασίες Μαθητών - Βιβλιογραφία

 

ΕΝΔΥΜΑΣΙΑ ΕΠΙ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑΣ

 

  Μετά την πλήρη κατάκτηση της Αθήνας από τους Οθωμανούς την διετία 1456-58, την πόλη επισκέφτηκε ο σουλτάνος Μωάμεθ ο Β΄ ο Πορθητής, ο άνθρωπος που κυρίευσε την Κωνσταντινούπολη. Ο Μωάμεθ, άνθρωπος με ευρεία μόρφωση και θαυμασμό για την αρχαία Ελλάδα, ήρθε στην Αθήνα για να θαυμάσει τα μνημεία του παρελθόντος για τα οποία είχε τόσα πολλά ακούσει. Σε συνδυασμό με το γεγονός πως οι Αθηναίοι παραδόθηκαν χωρίς αντίσταση στον Σουλτάνο, εκείνος τους παραχώρησε αρκετά προνόμια και άφησε παρακαταθήκη στους νεώτερους να προστατεύουν και να τιμούν τα παλιά μνημεία της πόλης. Την διοίκηση της πόλης επέβλεπε ο Πασάς που έδρευε στο Νεγρεπόντε (την σημερινή Χαλκίδα), την τάξη εξασφάλιζε μικρό στρατιωτικό τμήμα Οθωμανών, που είχε την έδρα του στην Ακρόπολη και την δικαιοσύνη απένεμε ο Οθωμανός δικαστής που ονομαζότανε καδής. Οι Αθηναίοι διατήρησαν τους δικούς τους τοπικούς άρχοντες με περιορισμένες εξουσίες, κυρίως για τα ζητήματα ανάμεσα στους χριστιανούς. Οι άρχοντες αυτοί ονομάζονταν δημογέροντες και προέρχονταν από τις 10-12 παλιές αρχοντικές οικογένειες της πόλης. Ο υπόλοιπος λαός διακρινόταν σε γαιοκτήμονες (νοικοκυραίους), σε έμπορους και βιοτέχνες (παζαρίτες) και τους χωρικούς (ξωτάρηδες) που κατοικούσαν στα μικρά αραιοκατοικημένα χωριά της υπαίθρου γύρω από την πόλη σε ολόκληρη την Αττική, τα κατάλοιπα των Δήμων της εποχής της αρχαίας Αθηναϊκής Δημοκρατίας. Τα μέλη της κάθε κοινωνικής τάξης φορούσαν και διαφορετική ενδυμασία που τους διέκρινε μεταξύ τους.

  Την εποχή της Τουρκοκρατίας αλλιώς ντυνόταν ο κοτζαμπάσης, αλλιώς ο προύχοντας, ο προεστός, ο γεωργός, ο τσοπάνης...

  Η ενδυμασία την εποχή της τουρκοκρατίας αποτελεί την παραδοσιακή ελληνική φορεσιά, και διακρίνεται  σε γυναικεία και ανδρική  έχοντας  δεχθεί επιρροές τόσο από τη Δύση όσο και από την Ανατολή.

Γυναικεία παραδοσιακή φορεσιά

Οι γυναικείες φορεσιές του τόπου μας από το 17ο αιώνα  διαιρούνται σε δύο μεγάλες ομάδες:

 α) στην ενδυμασία  δυτικής προέλευσης, με βασικό στοιχείο το φουστάνι.  Όπως για παράδειγμα το φόρεμα της Κάσου, της Καρπάθου και της  Κρήτης που έχει τις ρίζες του στην Ιταλία την εποχή της Αναγέννησης. Τα φορέματα αυτά αποτέλεσαν τη βάση για τις φορεσιές του Αιγαιοπελαγίτικου χώρου.

 

β) στην ενδυμασία  βυζαντινής-δαλματικής προέλευσης, με βασικό στοιχείο της το πουκάμισο, που αποτέλεσε τη βάση   όλων των  υπόλοιπων ελληνικών ενδυμάτων.      Πάνω από το πουκάμισο  φορούσαν διάφορα    φορέματα –πανωφόρια, όπως καφτάνια, καββάδια , αντερί που φτιάχνονταν από πολύτιμη στόφα ή διάφορα αμάνικα ή μανικωτά πανωφόρια, καμωμένα από μάλλινο νεροτριβιασμένο ύφασμα. όπως το σεγκούνι ή το γιουρντί.

  Διάφορα μικροεξαρτήματα όπως ζώνες, ποδιές, κάλτσες , παπούτσια, κεφαλοκαλύματα και κεφαλοδέματα, πολύτιμα στολίδια και κοσμήματα κάνουν ιδιαίτερες από άποψη αισθητικής, τις πολύχρωμες με πολλά κεντήματα παραδοσιακές φορεσιές.

 

 

Ανδρική παραδοσιακή φορεσιά.

 Δύο τύποι ανδρικής φορεσιάς επικρατούν στον ελλαδικό χώρο  από τον 17ο αιώνα:  η «βράκα» στα νησιά και η  «φουστανέλα» στον υπόλοιπο ελλαδικό χώρο. Και οι δύο τύποι κατά τις συγκλίνουσες απόψεις θεωρούνται μετεξέλιξη του αρχαιοελληνικού χιτώνα.

Τη φουστανέλα, που  αποτελούνταν από 400 πτυχώσεις την συμπλήρωναν άλλα οκτώ κομμάτια:

 το φέσι,

το πουκάμισο,

το πισλί, που ήταν  ένα είδος χονδρού κοντογουνιού που τα μανίκια του  κρέμονταν μέχρι τη μέση

 Ο ντουλαμάς, που ήταν χονδρός μανδύας ή χλαίνη και φοριόταν το χειμώνα ,όπως και το πισλί

το γελέκι, φτιαγμένο από  μεταξωτό ύφασμα που  φοριόταν την άνοιξη ή το καλοκαίρι

το ζωνάρι,  οι κάλτσες και τα τσαρούχια. 
Στο κεφάλι
 φορούσαν ένα μικρό στρογγυλό και κοφτό κόκκινο φέσι, που γύρω στη βάση του το τύλιγαν με μαντιλοδεσιά. Η μαντιλοδεσιά ήτανε τριών ειδών: μεταξωτό μαντήλι ή κασπαστή, το χρυσοκέντητο πόσι, και η άσπρη βαμβακερή πλουμιστή σερβέτα.  
  Πολλοί δε φορούσαν μαντηλοδεσιά, μα σκέτο μικρό
 κοφτό φέσι που στην κορυφή του είχε λίγη φούντα. 
  Άλλοι πάλι φορούσαν μεγάλο
 τουρλωτό κόκκινο φέσι. 
  Οι φτωχοί αγωνιστές φορούσαν ένα απλό συνήθως
 μαύρο μαντήλι στο κεφάλι. 

 

kefalodesmoi

  
  Τα καπέλα των αξιωματούχων ήταν συνήθως πολύ μεγάλα, όπως και των αρχιερέων που ήταν πολύ ψηλότερα από τα σημερινά.

 

8034246_orig



  Τότε δεν κόβανε τα μαλλιά τους. Τα είχανε σαν χαίτη ως τους ώμους τους. Για να γυαλίζουν και να στέκουν καλοχτενισμένα τα άλειφαν με λάδι ή
 μεδουλάρι, αλοιφή καμωμένη από μεδούλι και μυρωδικά. Οι Μοραΐτες συνήθιζαν πιο μακριά τα μαλλιά τους απ’ τους Ρουμελιώτες. Έμειναν  ξακουστά τα ξανθά και σγουρά μαλλιά των Μαυρομιχάληδων.

 

makrymallides

 

%CE%B4%CF%81%CE%B1%CE%BA%CE%BF%CF%82_MAXH+MPOGORTSAS_l

 

Φουστανέλα
   Στους καπεταναίους και τους γέροντες ήταν μακριά με
  πολλές πτυχές, δίπλες ή λαγκιόλια όπως τις λέγανε. 
 Για τους νεώτερους ήταν κοντή και πιο ελαφριά με λιγότερες δίπλες.
 
Η  φουστανέλα ήταν καθιερωμένη σ’ όλη τότε την Ελλάδα.
 

 

foustanelles

 Ντουλαμάς
  Η φορεσιά κλείνει με τον
 ντουλαμά. Τον φορούσαν όταν έκανε κρύο και ήταν φτιαγμένος από τσόχα που την κεντούσαν με μαύρο μετάξι. Ο ντουλαμάς έφτανε ως τη μέση. Για τη βαρυχειμωνιά όμως είχανε τις φλοκάτες. Ήταν χωρίς μανίκια σαν τις παλιές μπέρτες κι’ έφταναν ως κάτω απ’ το γόνατο. 

 

omada-ataktwn

 

   Συμπλήρωμα στην κύρια φορεσιά τους ήταν το σελλάχι. Το έζωναν στη μέση τους με πολλές δίπλες ώστε να σχηματίζονται θήκες. 
  Στις μέσα θήκες του σελλαχιού έβαζαν το ασημένιο
 τάσι τους για να πίνουν νερό, το τσαγκαροσούβλι για να μπαλώνουν τα τσαρούχια τους, την «ώρα» τους όπως λέγανε το ρολόι, κι’ αν ξέρανε γράμματα και μπορούσανε να χαράζουν την υπογραφή τους, το ασημένιο καλαμάρι με το φτερό. 

 

sellaxia

 

   Στα πόδια τους φορούσαν μακριές άσπρες κάλτσες, που τις λέγανε βλαχόκαλτσες. Τις ύφαιναν από τραγόμαλλο και είχανε ειδικότητα στην κατασκευή τους στα Άγραφα. Μοιάζανε με τις γκέτες γιατί σκέπαζαν μόνο τη γάμπα αλλά δεν είχαν πατούσα! Πατούσα τους ήταν  τα τσαρούχια.
  Στην αρχή δεν είχαν φούντα μπροστά αλλά ήταν μυτερά.
 
  Τα έφτιαχναν με ακατέργαστο βοδινό δέρμα και ήταν πολύ ελαφρά και γερά. Στα πόδια τους τα στήριζαν δένοντάς τα γύρω στη γάμπα τους με φαρδύ λουρί.

 

kleftouria

 Άρματα

 

armata

 

 

Παραδοσιακή φορεσιά και κοινωνική τάξη

Όλα τα παραδοσιακά ενδύματα που αναφέραμε μέχρι τώρα , ανδρικά και γυναικεία αποτελούσαν  κυρίως  τη φορεσιά του λαού. Οι ανώτερες κοινωνικές  τάξεις φορούσαν ενδύματα χρυσοκέντητα,  ραμμένα από υφάσματα ευρωπαϊκής  τσόχας ή μεταξωτά. Οι κατώτερες κοινωνικές τάξεις φορούσαν ρούχα απλά, λιγότερο καλαίσθητα  και καμωμένα από εγχώρια βαμβακερά  υφάσματα.

 Οι προύχοντες και οι αξιωματούχοι όπως οι Φαναριώτες, οι Αθηναίοι και οι νησιώτες έμποροι  φορούσαν το αντερί κάτι σαν το εσώρασο του σημερινού ιερέα και μεγάλα καπέλα.

Η κοινωνική διάκριση της ενδυμασίας παρατηρούνταν ακόμη και μεταξύ των αγωνιστών της ελληνικής επανάστασης.  Για παράδειγμα οι πλούσιοι αγωνιστές φορούσαν ένα τουρλωτό κόκκινο φέσι ή μικρό κοφτό. Αντίθετα οι φτωχοί αγωνιστές φορούσαν ένα απλό μαύρο μαντήλι.

Γενικά οι παραδοσιακές  ενδυμασίες μπορούσαν να διακριθούν σε αρχοντικές και λαϊκές.

 

Ας δούμε κάποιες εικόνες αρχοντικών ενδυμασιών

 

  Ανδρική νησιώτική φορεσιά  αγωνιστή της ανώτερης τάξης,  των χρόνων της επανάστασης.  Την χαρακτηρίζουν η τσόχα και το μεταξωτό ύφασμα,  ο στολισμός με τα μεταξωτά κορδόνια.

 

 

Αρχοντική φορεσιά 18ου αιώνα της κυρά Φροσύνης. Διακρίνεται για τα βαρύτιμα υλικά της, την επιβλητικότητα και τη χάρη της.

 

 

Ενδυμασία της Κυριακούλας Κριεζή  19ου αιώνα στην Ύδρα συζύγου του ναυάρχου και Πρωθυπουργού Κριεζή.

 

 

Πολύπτυχη φουστανέλα του Βασιλιά  Όθωνα.

 

 

Ενδυμασία Κολοκοτρώνη

 

 

Εικόνες λαϊκών ενδυμασιών

 

  Μοναδικό φαινόμενο στον κόσμο  αποτελούν οι λαϊκές παραδοσιακές  μας ενδυμασίες,  με την έννοια ότι κάθε οικισμός  που  τον χωρίζει μικρή γεωγραφική απόσταση από τον άλλον, έχει  τη δική του ιδιαίτερη ενδυμασία. Αυτό σημαίνει ότι από την ενδυμασία που φορούσε κάποιος, καταλάβαινε κανείς ποιος ήταν ο τόπος καταγωγής του.

 

Κύπριος χωρικός.  Κατασκευασμένη με ύφασμα από βαμβάκι.

 

  Γιορτινή φορεσιά χωρικής 18ου αιώνα με σιγκούνι από άσπρο σαγιάκι που ήταν μάλλινο νεροτριβιασμένο υφαντό ύφασμα.

 

Γυναικεία γιορτινή Κέρκυρας. Είναι ανεπτυγμένης τοπικής καλαισθησίας.