49ο ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΤΕΥΧΟΣ 15

 Ο Έρωτας

Ο Ίφυτος και η Ανθαία σε νέες περιπέτειες

Ο μικρός Παβάρντ

 

Ο Έρωτας

Παιδικό παραμύθι

 

   Είμαι ένας σκύλος μέρος αυτού του κόσμου. Η μαμά ΅ου όταν γεννήθηκα  με  φρόντιζε πάρα πολύ καλά, αλλά κάποια μέρα με χώρισαν από αυτήν. Ήρθε μία τετραμελή οικογένεια και με πήρε με το αυτοκίνητό τους και με μετέφεραν σε ένα διαμέρισμα στα Πατήσια.  Τα παιδιά της οικογένειας η Μαρία και ο Σπύρος με ονόμασαν Έρωτα.  Κάθε μέρα ερχόταν στο σπίτι η Στέλλα, φίλη της Μαρίας, και με τα παιδιά ήμασταν  σαν «μικρά αδερφάκια». Παίζαμε πολύ, τραβούσαν  την ουρά ΅ου κι εγώ τους έδινα μικρές ψεύτικες δαγκωνιές για πλάκα.

    Όταν γύριζαν τα παιδιά από το σχολείο και εγώ τους άκουγα που άνοιγαν την πόρτα η καρδιά μου χτυπούσε από χαρά. Αρχίζαμε τα παιχνίδια και με έβγαζαν βόλτα στο πάρκο της γειτονιάς απέναντι από μία εκκλησία. Το βράδυ με πήγαινε βόλτα ο μπαμπάς των παιδιών και η μαμά τους ετοίμαζε λαχταριστά φαγητά και έτρωγα στην επιστροφή.

Η απόλαυση

   Ο καιρός περνούσε , εγώ μεγάλωνα και ήμουν ένα πολύ χαρούμενο σκυλί. Είχα τη ζεστασιά ενός σπιτιού και αισθανόμουν ασφαλής, προστατευμένος. Έφθασε το καλοκαίρι . Το σχολείο των παιδιών έκλεισε για διακοπές και όλοι μαζί  κατευθυνθήκαμε με το αυτοκίνητο για εκδρομή. Το ταξίδι ήταν μεγάλο και εγώ ζαλίστηκα αλλά κάποια στιγμή  σταμάτησαν το αυτοκίνητο, άνοιξαν την πόρτα και εγώ βγήκα έξω, χαρούμενος, γιατί θα περνάγαμε τη μέρα ΅ας στην εξοχή. Αντίκρισα μια όμορφη μονοκατοικία με κήπο. Ήμουν τόσο χαρούμενος που χοροπήδαγα από ενθουσιασμό. Η ουρά ΅ου κουνιόταν σαν τρελή. Έτρεξα προς την αυλόπορτα και η οικογένειά μου μετέφερε βαλίτσες μέσα στο σπίτι. Με βάλανε μέσα στο σπίτι και τότε κατάλαβα από τον ενθουσιασμό των παιδιών ότι θα μέναμε πλέον σε αυτή την κατοικία. Η αυλή ήταν όλη δική ΅ου και έσκαβα το χώμα χαρούμενος . Την άλλη μέρα τα παιδιά με επήραν βόλτα και πήγαμε στη θάλασσα. ‘Ήταν  η πρώτη φορά που πήγα στη θάλασσα.  Προσέγγισα το νερό και τα παιδιά κάθισαν κοντά μου, μετά αυτοί πήγαν για κολύμπι και εγώ κάθισα κάτω από μια ομπρέλα .  Την άλλη μέρα ο Σπύρος πήρε μαζί του μια μπάλα, και την  έριξε έξω από το νερό και μου ζήτησε του τη φέρω. Έτσι, μέσα από το παιχνίδι, έκανα τα πρώτα μου βήματα μέσα  στη ρηχή θάλασσα.

  Έτσι πέρασε το καλοκαίρι και η οικογένειά μου άρχισε να ετοιμάζεται για την επιστροφή.  Το τελευταίο βράδυ τα παιδιά με πήρανε να πάμε σε ένα πανηγύρι.  Στο τέλος της γιορτής  οι διοργανωτές έριξαν βεγγαλικά.  Φοβήθηκα τόσο πολύ που άρχισα να τρέχω μακριά.  ’κουσα να φωνάζουν Έρωτα ….. Έρωτα …… αλλά εγώ δεν σταμάτησα να τρέχω παρά μόνο όταν πια δεν άκουγα καθόλου βεγγαλικά .

pyrotexnhmata.png

Πυροτεχνήματα

   Κοίταξα γύρω μου και μου φάνηκαν όλα άγνωστα. Τότε πέρασε μια ομάδα με παιδιά και τους πήρα από πίσω ελπίζοντας ότι θα συναντηθούν με την οικογένειά μου. Μάταια όμως.  Έφθασαν σε ένα χωριό που μου ήταν άγνωστο και αυτά οδηγήθηκαν σπίτι τους.  Ξαφνικά έπιασε μια καλοκαιρινή μπόρα και αναγκάστηκα να μπω στην αυλόπορτα ενός σπιτιού στην βεράντα για να προστατευθώ. Ήμουν τόσο λυπημένος και κουρασμένος που αποκοιμήθηκα τελικά κουλουριασμένος. Ξύπνησα από μια δυνατή κλοτσιά και βρέθηκα στο δρόμο. Πονούσαν τα πλευρά μου. Πέρασε ένα αυτοκίνητο και πατώντας μέσα στις λάσπες με πιτσίλισε και  με λέρωσε.

Μοναξιά

  Πέρασε ένας μήνας και έψαχνα μάταια να βρω το δρόμο  για να γυρίσω σπίτι. Ήμουν ΅όνος και αισθανόμουν  χαμένος.  Στις περιπλανήσεις ΅ου, συνάντησα μερικούς ανθρώπους ΅ε καλή καρδιά που ΅ε κοιτάγανε ΅ε θλίψη και ΅ου έδιναν λίγο φαγητό. Τους ευχαριστούσα κουνώντας την ουρά μου, από τα βάθη της ψυχής ΅ου. Ευχόμουν  να ΅ε πήγαιναν σπίτι μου! Όμως, αυτοί απλά έλεγαν: «καημένο σκυλάκι, πρέπει να έχει χαθεί».

  Ο καιρός περνούσε αλλά δεν είχα απογοητευθεί συνέχισα να ψάχνω για το σπίτι μου. Αποφάσισα να  ακολουθήσω τα αυτοκίνητα που περνούσαν από το δρόμο. Μια μέρα είδα ένα αυτοκίνητο που έμοιαζε με αυτό της οικογένειάς μου. «Ακούστε, περιμένετε!» - γάβγισα.... Έτρεξα πίσω από το αυτοκίνητο ΅ε όλη τη δύναμή ΅ου. Η αγωνία ΅ου μεγάλωνε καθώς άρχισα να καταλαβαίνω ότι είχα κάνει λάθος, ενώ δεν μπορούσα να αναπνεύσω από το λαχάνιασμα και αυτοί δεν σταματούσαν. Τελικά όμως βρέθηκα σε ένα χωριό όπου υπήρχε ένα σχολείο. Πήγα έξω από το σχολείο και είδα πολλά παιδιά μικρά και μεγαλύτερα σαν τα «μικρά ΅ου αδερφάκια» και άρχισα να γαβγίζω. Πλησίασα περισσότερο και ΅ια ομάδα από τα μικρότερα παιδιά, γελώντας, ΅ου πέταξαν πολλές πέτρες, απλά για να δούνε «ποιος σημαδεύει καλύτερα». Μια από αυτές τις πέτρες ΅ε χτύπησε στο πόδι και πληγώθηκα. Πονούσα πολύ αλλά κατάφερα να απομακρυνθώ.

   Όταν είχα καλύτερη όψη, οι άνθρωποι ΅ε λυπόντουσαν.  Ήμουν πολύ αδύνατος και η όψη ΅ου ήταν απαίσια.  Οι άνθρωποι ΅ε έδιωχναν ΅ε ότι έβρισκαν όταν προσπαθούσα να ξεκουραστώ σε κάποια σκιά.  Έψαχνα φαγητό σε σκουπιδοτενεκέδες, έπινα νερό από βρώμικες λακκούβες και δεχόμουν ουκ ολίγα χτυπήματα, κλωτσιές και μπουγελώματα από αγνώστους.  Μερικοί, μάλιστα, με φώναζαν πρώτα δήθεν για να με ταΐσουν.

Ο χείμαρρος

  Μια μέρα του Δεκέμβρη έπιασε σφοδρή καταιγίδα που έπληξε την περιοχή. Οι κεραυνοί που έπεσαν πάνω από την ευρύτερη περιοχή μετέτρεψαν τη νύχτα σε μέρα και σε συνδυασμό με τη πολύ δυνατή βροχή δημιούργησαν ένα απόκοσμο και τρομακτικό σκηνικό.  Τα αστροπελέκια προκάλεσαν και διακοπές στην ηλεκτροδότηση. Παραλίγο να πνιγώ από τις πλημμύρες που ακολούθησαν.  Το νερό με παρέσυρε και με πέρασε μέσα από τα χωράφια και ένοιωσα όλο να κατρακυλάω σε κατώτερα επίπεδα Κάποια στιγμή κατάφερα να γαντζωθώ σε ένα θάμνο και με όση δύναμη μου απόμενε περίμενα να περάσει η θεομηνία. Όταν σταμάτησε να βρέχει άκουγα δίπλα μου να κυλά με εκκωφαντικό θόρυβο ένας χείμαρρος. Ήμουν πολύ τρομαγμένος αλλά προσπάθησα να επιβιώσω. Ακολούθησα δίπλα από το χείμαρρο σε απόσταση από αυτόν   και έφθασα σε μία παραλία. Βρήκα ένα μαγαζί κλειστό και προσπάθησα να στεγνώσω και να ξεκουραστώ στο υπόστεγό του. Ευτυχώς είχαν ξεχάσει στα σκουπίδια λίγο φαγητό και έφαγα λίγο και αποκοιμήθηκα Όταν ξημέρωσε κοίταξα την περιοχή και κατάλαβα ότι δεν ήταν  η γνωστή μου παραλία. 

  Δεν ξέρω τι με έσπρωξε και όταν είδα κάτι βράχια στη παραλία τα σκαρφάλωσα. Ακολούθησα αυτά τα βράχια και μετά από δύο μέρες περνώντας από διάφορες παραλίες έφθασα σε μία περιοχή που μου ήταν γνώριμη. Ναι είχα φθάσει στην παραλία της οικογένειάς μου. Τα πόδια μου είχαν γρατζουνιστεί και με πονούσαν, αλλά τόσο πολύ ανακουφίστηκα που δεν το κατάλαβα αμέσως. Βρήκα το δρόμο για το σπίτι μου και έφθασα έξω από την αυλόπορτα. Γάβγισα ξανά και ξανά αλλά κανείς δεν με άκουγε. Το σπίτι ήταν εγκαταλελειμμένο και εγώ ένοιωσα ότι  η οικογένειά μου με είχε ξεχάσει, Ένοιωσα μεγάλη απογοήτευση.  ’ρχισα να κλαίω γιατί πίστευα ότι δεν με αγαπούσε κανείς.

Χιόνι στη παραλία

  Γύρισα στην παραλία και την άλλη  μέρα είδα να καταφθάνει ένας κύριος στη ταβέρνα της παραλίας  και να τη συγυρίζει. Ετοίμασε φαγητά και το βράδυ έφθασαν αυτοκίνητα  για να διασκεδάσουν. Αυτό συνέβαινε κάθε βράδυ. Έτσι κάθε μέρα έβρισκα φαγητό από τα αποφάγια των επισκεπτών.  Μάλιστα σκάβοντας στο χώμα σαν τους προγόνους ΅ου, τους λύκους, έκρυβα φαγητό. Στο τέλος κατάλαβα ότι πρέπει να ήταν σημαντικές γιορτές αυτές τις ημέρες γιατί όλοι ήταν χαρούμενοι και αντάλλασαν φιλιά.

   Όμως  μετά τις γιορτές το μαγαζί άνοιγε δυο φορές την εβδομάδα. ‘Έτσι έβρισκα φαί και φύλαγα  και μέσα στο χώμα για τις υπόλοιπες ημέρες. Τότε  το κρύο ήταν ανυπόφορο και μια μέρα χιόνισε μέχρι την παραλία. Βρήκα καταφύγιο κοντά στην ταβέρνα σε ένα υπόστεγο και προσπαθούσα να ζεσταθώ. Απέφευγα να πλησιάσω στους ανθρώπους γιατί τους φοβόμουνα.

  Πέρασε ο καιρός και ήρθε η άνοιξη. Τουλάχιστο δεν έκανε τόσο κρύο και πλέον έβρισκα φαγητό στα σκουπίδια του χωριού και στην παραλία. Το πρόβλημα ήταν ότι πλέον δεν έβρεχε συχνά και δεν έβρισκα νερό από λασπόνερα. Προς το τέλος της  άνοιξης άρχισε να έρχεται κόσμος στην παραλία για να κάνει μπάνιο.

  Μια μέρα ενώ προσπαθούσα να περάσω το δρόμο , ΅ε χτύπησε ένα αυτοκίνητο.  Το αυτοκίνητο δεν σταμάτησε και με άφησε να υποφέρω. Μου προκάλεσε εξάρθρωση στο πίσω ΅ου πόδι! Ο πόνος ήταν ανυπόφορος! Τα πόδια ΅ου δεν ΅ε υπακούσανε  και μόλις ΅ε τεράστια δυσκολία μπόρεσα να συρθώ στην άκρη του δρόμου. Ούρλιαζα δυνατά και έκλαιγα από τον πόνο. Μια κυρία στάθηκε μου έδεσε το πόδι και με πήγε στη παραλία. Έμεινα εκεί ακίνητος  εκτεθειμένος στον ήλιο που καίει, και χωρίς δύναμη για φαγητό. Κοιμήθηκα αποκαμωμένος και το πρωί ίσως ένοιωσα λίγο καλύτερα. Και τότε άκουσα μια γνώριμη φωνή και γύρισα να κοιτάξω. Ήταν η Στέλλα που είχε έρθει για μπάνιο στη θάλασσα. Την πλησίασα σέρνοντας και άρχισα να γαβγίζω. Στην αρχή δεν με γνώρισε αλλά μετά είδε την ταυτότητά  μου που έγραφε Έρωτας, με πήρε με προσοχή και με πήγε στο γιατρό. Ήμουν σχεδόν αναίσθητος, όμως, ΅ια ελάχιστη δύναμη ΅ε ανάγκασε να ανοίξω τα ΅άτια ΅ου. Η γλυκύτητα στη γνωστή φωνή της Μαρίας και του Σπύρου ΅ε έκανε να αντιδράσω. « Καημένο ΅ου σκυλάκι, σε βρήκαμε επιτέλους».  Κούνησα την ουρά μου χαρούμενος και αποκοιμήθηκα. Μετά μερικές ημέρες ο πατέρας των παιδιών με τα παιδιά μαζί, με έβαλαν στο αυτοκίνητο και γύρισα στο σπίτι μου στα Πατήσια. Ήμουν, επιτέλους, ευτυχισμένος.

Ατενίζοντας το Μέλλον

 

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΜΑΘΗΤΩΝ που έγραψαν το έργο

3×4

Μαρία Χαϊκάλη  Β΄ Λυκείου

Σπύρος Χαϊκάλης  Β΄ Λυκείου

Στέλλα Πετρέλλη Β΄ Λυκείου

Εικονογράφηση

Μαρία Χαϊκάλη  Β΄ Λυκείου «Χιόνι στη παραλία», «Πυροτεχνήματα»

Σπύρος Χαϊκάλης  Β΄ Λυκείου  «Μοναξιά»

Στέλλα Πετρέλλη Β΄ Λυκείου «Ο χείμαρρος»

Ντόκο Ερμάλ  Β΄ Λυκείου «Η απόλαυση», «Ατενίζοντας το Μέλλον»