ΑΡΧΙΚΗΕΠΙΣΤΡΟΦΗ

Χρονικό 25ης  Μαρτίου

Περισσότερες πληροφορίες    https://archive.ert.gr/6581/

ΕΘΝΙΚΟΣ ΥΜΝΟΣ   https://youtu.be/DJR6zf-Erbo

Η 25η Μαρτίου αποτελεί διπλή γιορτή για την Ελλάδα και την Ορθοδοξία. Εορτάζεται ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου και ο ξεσηκωμός των υπόδουλων Ελλήνων κατά του τουρκικού δυνάστη για ελευθερία και αυτοδιάθεση. Είναι μια σημαντική ημερομηνία για την Νεώτερη Ιστορία της Ελλάδας ως αφετηρία της εθνικής παλιγγενεσίας.

Το εικοσιένα, που δίκαια ονομάστηκε από τον ιστορικό Φωτάκο «Το θαύμα του κόσμου», παραμένει η μέγιστη ώρα του λαού μας! Έπειτα από μια σκλαβιά που κράτησε 368 χρόνια, οι Έλληνες άδραξαν τ` άρματα ενάντια σε μια πανίσχυρη αυτοκρατορία, αποφασισμένοι να πολεμήσουν ως το θάνατο για ν` αποχτήσουν την εθνική τους ελευθερία. Οι ξεσηκωμένοι Έλληνες στο τέλος νίκησαν, γράφοντας στις σελίδες της παγκόσμιας ιστορίας λαμπρότατο κεφάλαιο. Απόδειξαν για μιαν ακόμη φορά, πως κανένας λαός δεν μένει υπόδουλος όταν πάρει την υπέρτατη απόφαση να ζήσει ελεύθερος ή να πεθάνει.

Οι απαρχές του ελληνικού εθνικού κινήματος εντοπίζονται στην ώριμη φάση του νεοελληνικού Διαφωτισμού, το β’ μισό του 18ου αιώνα. Μία από τις οργανώσεις που δημιουργήθηκαν μέσα σε αυτό το ιδεολογικό και πολιτικό κλίμα ήταν η Φιλική Εταιρεία, που ιδρύθηκε το 1814 στην Οδησσό από τρεις Έλληνες εμπόρους, τον Νικόλαο Σκουφά, τον Αθανάσιο Τσακάλωφ και τον Εμμανουήλ Ξάνθο, με σκοπό την προετοιμασία μιας ελληνικής επανάστασης.

 Τέλη Οκτωβρίου 1820, ο Υψηλάντης προετοίμασε την Πελοπόννησο για να ξεκινήσει από εκεί ο αγώνας κι έσπευσε να αρχίσει η επανάσταση πριν τις 25 Μαρτίου που είχε οριστεί αρχικά. Τον παρακίνησε η ανταρσία του Αλή Πασά της Ηπείρου εναντίον του σουλτάνου. Εξάλλου η Βλαχία και η Μολδαβία ήταν τόποι γνώριμοι για του καταδιωγμένους Έλληνες, κυρίως τους τελευταίους αιώνες της τουρκοκρατίας.

 Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης εισέβαλλε στη Μολδαβία στις 22 Φεβρουαρίου 1821 για να παρασύρει στην εξέγερση και τα υπόλοιπα βαλκανικά έθνη και να δημιουργήσει αντιπερισπασμό στους Τούρκους. Στην προκήρυξη του Υψηλάντη ‘’Μάχου υπέρ Πίστεως και Πατρίδος’’, ανταποκρίθηκαν πρόθυμα οι Έλληνες της Μολδοβλαχίας, ειδικά η ελληνική νεολαία του εξωτερικού. Νέοι από κάθε κοινωνική τάξη και επάγγελμα, υπάλληλοι εμπορικών γραφείων και σπουδαστές, άρχισαν να συρρέουν και πεζοί ορισμένοι από την Οδησσό, Χερσώνα, Ταγανρόκ και από τη Κριμαία.

 Ο στρατός του Υψηλάντη δεν ξεπερνούσε τους 1600 Έλληνες, Βούλγαρους και Σέρβους οπλοφόρους. Ο Υψηλάντης πέρασε διστακτικά τα σύνορα της Βλαχίας με κατεύθυνση προς το Βουκουρέστι και στις 28 Μαρτίου μπήκαν 300 άνδρες με επικεφαλή τον Δούκα και κατέλαβαν ορισμένα τμήματά του. Ο ίδιος με 500 ιππείς και 3 κανόνια στρατοπέδευσε δυο ώρες μακριά, στην Κολεντίνα.

 «Η λευτεριά δε χαρίζεται. Η λευτεριά καταχτιέται!»


 

 Για να ξεκινήσει όμως η επανάσταση, υπήρξαν τρεις βασικές προϋποθέσεις: Στα χρόνια της σκλαβιάς οι υπόδουλοι έλληνες απόχτησαν στρατιωτική δύναμη, που ήταν και η πρώτη βασική προϋπόθεση στον υπέρτατο αγώνα για τη λευτεριά τους. Αυτό έγινε με τους κλέφτες και τους αρματολούς, που δημιούργησαν χωρίς να το ξέρουν τις πιο διαλεχτές στρατιωτικές δυνάμεις του έθνους, για τον πιο δύσκολο απ` όλους τους πολέμους, τον κλεφτοπόλεμο.

Όταν ο τουρκικός κατατρεγμός ή η αδικία των κοτζαμπάσηδων γινόταν αβάσταχτα, δεν απόμενε τίποτα άλλο στον κατατρεγμένο χωριάτη, παρά ν` αρπάξει ένα παλιοντούφεκο και να βγει κλέφτης στα βουνά.

 «Μαγιά της λευτεριάς» ονομάζει τους κλέφτες ο Μακρυγιάννης. Ο λαός τους αγαπούσε, τους καμάρωνε, τους υποστήριζε, ήταν οι προστάτες του. Γι` αυτό οι γονείς τη μεγαλύτερη ευχή που δίνανε στα παιδιά τους ήταν να βγουν κλέφτες.

Οι κλέφτες λέγανε: «Κάλλιο θάνατος χωρίς ντροπή, παρά ντροπή χωρίς θάνατο!». Η ζωή τους ήταν δύσκολη και τυραννισμένοι.

«Οι κλέφτες είμαστε ελεύθεροι», λέει στη διήγησή του ο Κολοκοτρώνης, «αλλά τι ζωή, τι άνθρωποι! Βασανισμένοι, αΐσκιωτοι, άγριοι εις τις σπηλιές, στα βουνά εις τα χιόνια, σαν τα θηρία με τα οποία συζούσαμε».

Η δεύτερη προϋπόθεση για την επιτυχία της επανάστασης στάθηκε ο αξιόλογος εμπορικός στόλος εκείνης της εποχής, που αργότερα μετατράπηκε σε μια δύναμη πολεμική, που όχι μόνο μπόρεσε να αντιπαρατεθεί στην τούρκικη αρμάδα, αλλά και κατόρθωσε πολλές φορές να τη νικήσει, θαλασσοκρατώντας το Αιγαίο.

«Θα `χουμε και γη και πατρίδα», προφήτεψε ο Κοραής, «όσο κατέχουμε διακόσια καράβια αρματωμένα».

Εκείνα τα καράβια, που στάθηκαν ο στόλος του `21.

Η τρίτη, τέλος, μέγιστη προϋπόθεση για την επιτυχία της επανάστασης, στάθηκε ο διαφωτισμός, δηλαδή η ιδεολογική προπαρασκευή του Γένους.

Κι αυτή η ιδεολογική προπαρασκευή ξεκινάει πρώτα από τα δημοτικά τραγούδια, που βγαλμένα μέσα από την καρδιά ανώνυμων ποιητών μίλαγαν με τρόπο μοναδικό στην καρδιά του λαού. Συντρόφευαν το ραγιά στον πόνο του, στη χαρά του, στους αγώνες του.

Τα δημοτικά τραγούδια σπείρανε το σπόρο της λευτεριάς, που θα καρπίσει το `21.

Από όλες τις ελληνικές περιοχές, η Πελοπόννησος παρουσιάζεται καλύτερα προετοιμασμένη για τον μεγάλο αγώνα. Οι επαναστατικές εστίες ήταν η Μάνη και η Αχαΐα. Τα πρώτα επαναστατικά στρατόπεδα αποτελούνται από βοσκούς, γεωργούς και βιοτέχνες, σχηματισμένα γύρω από τα κάστρα των παραλίων (Πάτρας, Πύλου, Μεθώνης, Κορώνης, Καλαμάτας, Μονεμβασιάς, Ναυπλίου και Ακροκορίνθου), όπου συγκεντρώθηκε ο τουρκικός πληθυσμός, τα κυρίευσε και εξανάγκασε τις φρουρές να παραδοθούν από πείνα. Τα στρατόπεδα που σχηματίστηκαν γύρω από την Τριπολιτσά, στην πρωτεύουσα και καρδιά της Πελοποννήσου, είχαν καλύτερη οργάνωση και τάξη, χάρη στην προσωπικότητα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, στην επίδραση του Δημήτριου Υψηλάντη και των φιλελλήνων αξιωματικών.

 Οι Πελοποννήσιοι, εκτός από τους Μανιάτες, μέχρι να προσαρμοστούν στον πόλεμο ως την άλωση της Τριπολιτσάς (23 Σεπτεμβρίου 1821) δοκιμάστηκαν σκληρά σε μάχες: Λεβίδι (14 Απριλίου), Βαλτέτσι (12-13 Μαίου) και στη Γράνα (10 Αυγούστου). Ως την άφιξη του Καποδίστρια τον Ιανουάριο 1828 δεν σημειώθηκε καμία μεταβολή στην οργάνωση των άτακτων σωμάτων.

 Υπερτερούσε ο εγωισμός, ο τοπικισμός και η ισχυρογνωμοσύνη και ήταν δύσκολο να επιβληθεί ο σταλμένος από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, ο αδελφός του Δημήτριος. Ήταν αγαθός, ευαίσθητος και τίμιος ο Δημήτριος, δεν ήταν ενδεδειγμένος αρχηγός μια κοινωνίας πρωτόγονων πολεμιστών, γι ‘ αυτό τον εμπόδισαν οι δυνατοί κοτζαμπάσηδες της Πελοποννήσου.

 Στη Στερεά Ελλάδα η κατάσταση ήταν διαφορετική. Υπήρχε στρατιωτική οργάνωση, τα αρματολίκια προκάλεσαν διάσπαση των δυνάμεων των Ελλήνων. Οι Έλληνες πολυάριθμοι από τους Τούρκους κυριαρχούσαν στην ύπαιθρο και πολιορκούσαν τις οχυρωμένες πόλεις και τα κάστρα, Αθήνα, Λειβαδιά, Σάλωνα, Ναύπακτο, Αντίρριο. Εφάρμοσαν με επιτυχία την τακτική του κλεφτοπόλεμου, κυρίως στη Δυτική Στερεά Ελλάδα, τη μόνη στρατιωτική τακτική που τους κληροδοτήθηκε από το παρελθόν.

 Στην Κρήτη, όταν πληροφορήθηκαν για τα επαναστατικά κινήματα της ηπειρωτικής Ελλάδας οι Τούρκοι αγάδες έγιναν πιο πιεστικοί. Ανάμεσά τους ξεχώριζαν οι Σφακιανοί, ήταν ανδρείοι και πολεμικοί, αλλά απολίτιστοι και άγριοι, όπως οι Μανιάτες. Η ζωή τους ήταν απομονωμένη, ακοινώνητη και σχεδόν ελεύθερη. Η αργή κοινωνική οργάνωση του νησιού ήταν δυσμενής παράγοντας για τον προσηλυτισμό μελών στη Φιλική Εταιρεία, για την εξάπλωση και την προετοιμασία του επαναστατικού κινήματος.

 Οι κάτοικοι των ναυτικών νησιών, Σπετσών, Ψαρών και Ύδρας μετέτρεψαν τα εμπορικά τους πλοία σε πολεμικά έδωσαν πνοή ελευθερίας και στα υπόλοιπα νησιά του Αιγαίου, εκτός από τα νησιά που βρίσκονταν στο στόμιο του Ελλησπόντου: Ίμβρο, Τένεδο, Λήμνο και Λέσβο. Χάρη στη σύμπραξη των ναυτικών νησιών οι Έλληνες διέδωσαν την επανάσταση στο Αιγαίο και στις βορειότερες ελληνικές χώρες. Ο ελληνικός στόλος εμπόδισε την εξουσία των Τούρκων στα παράλια της Πελοποννήσου.

Η ελληνική επανάσταση μεταδόθηκε στη Θεσσαλία, την Ήπειρο και τη Μακεδονία, όχι όμως σε όλες τις περιοχές με ευνοϊκή έκβαση. Υπήρχε κακή οργάνωση των στρατιωτικών σωμάτων και ασυντόνιστες επιχειρήσεις. Σημαντική ήταν η υπεροχή του ελληνικού στόλου, κρατώντας ελεύθερα τα ελληνικά νησιά. Η αδυναμία του τουρκικού στόλου οδήγησε σύντομα και στην καταστροφή του. Στις συγκρούσεις τους οι Έλληνες κάνουν χρήση μπουρλότων και διακρίνονται για την τόλμη και τη ναυτική τους εμπειρία. Ξεχωρίζουν ο Δημήτριος Παπανικολής και ο Κωνσταντίνος Κανάρης.

 Πολλαπλά ωφέλιμη ήταν η αρωγή που πρόσφερε η Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα, έχοντας γίνει ήδη μέλος της Φιλικής Εταιρείας στην Κωνσταντινούπολη, που προετοίμαζε την ελληνική επανάσταση, και όντας η μόνη γυναίκα που μυήθηκε σε αυτή -στον κατώτερο βαθμό μύησης αφού οι γυναίκες δεν γίνονταν δεκτές- καθώς γυρνούσε στις Σπέτσες, αγόραζε μυστικά όπλα και πολεμοφόδια από τα ξένα λιμάνια, τα οποία μετά έκρυβε στο σπίτι της, ενώ ταυτόχρονα ξεκίνησε την κατασκευή του πλοίου ‘’Αγαμέμνων’’ της ναυαρχίδας της, η οποία ολοκληρώθηκε το 1820. Για τη ναυπήγηση του ΄΄Αγαμέμνονα’’ καταγγέλθηκε στην Υψηλή Πύλη ότι ναυπήγησε κρυφά πολεμικό πλοίο, αλλά η Μπουμπουλίνα κατάφερε να ολοκληρώσει την κατασκευή του δωροδοκώντας τον απεσταλμένο Τούρκο επιθεωρητή στις Σπέτσες και πετυχαίνοντας την εξορία αυτών που την κατήγγειλαν.

 Αξίζει να σημειωθεί, πως στην Ελληνική Επανάσταση, τα τσελιγκάτα βοήθησαν στον αγώνα της ανεξαρτησίας. Οι Σαρακατσάνοι, ελληνική νομαδική φυλή, ήταν τα στηρίγματα της κλεφτουριάς, είχαν παλικαριά και ήταν ενεργή η συμμετοχή τους. Κάθε οικογένεια είχε δώσει κι από έναν κλέφτη. Κλέφτες και αρματολοί είχαν σκοπό της ζωής του να απελευθερώσουν το Γένος. Άξιοι αγωνιστές των μαχών με πρωτεργάτη τον Κατσαντώνη, πολεμιστής και καπετάνιος των Αγράφων και των Τζουμέρκων. Ανυπότακτοι, λοιπόν, ο Καραϊσκάκης, ο Δίπλας, ο Φαρμάκης, ο Χασιώτης, ο Λεπενιώτης, ο Τσόγκας, ο Λιάκος, ο Αραπογιάννης και πολλοί ακόμη, επέλεξαν μια ζωή δύσκολη στα βουνά υπερασπιζόμενοι τις αξίες της πατρίδας. Όπως έγραψε και ο Ρήγας Φεραίος: ‘’Καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή’’.

Μακρύς στάθηκε ο δρόμος. Το σύνθημα ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ή ΘΑΝΑΤΟΣ εκφράζει την ασυμβίβαστη αγωνιστική θέληση της γενιάς του `21.  Το σύνθημα της επανάστασης, «Ελευθερία ή θάνατος», έγινε το εθνικό σύνθημα της Ελλάδας.

Το `21 είναι το δεύτερο μεγάλο ιστορικό γεγονός του 19ου αιώνα, μετά τη Γαλλική Επανάσταση. Πίσω από τους αγωνιστές του `21, η κόλαση της σκλαβιάς. Μπροστά τους η πύρινη τάφρος. Δεν τους απόμενε άλλο, παρά να τη διαβούν. Και τη διαβήκαν.

 

 

Η Ελλάς προς τα τέκνα της (Ρ. Φεραίος)

 

Ω, παιδιά μου,

ορφανά μου,

σκορπισμένα εδώ κι εκεί

διωγμένα, υβρισμένα

απ` τα έθνη πανοικί!

Ξυπνήστε τέκνα κι ήλθεν η ώρα

ξυπνήστε όλα, τρέξατε τώρα

κι ήλθεν ο Δείπνος ο Μυστικός.

Γεώργιος Καραϊσκάκης (Κωστή Παλαμά)

 

Ο ντουλαμάς απάνω του άλικος, πορφύρα

σκήπτρο στο χέρι το βαρύ του απελατίκι

στην άρρωστή του σάρκα της φυλής η
μοίρα

κοντεύει, πάντα αδάμαστη ψυχή και νίκη.

Προσπέφτω, προσκυνώ της δόξας σου το

θρόνο

κι αισθάνομαι ω! προσκυνητής πως
μεγαλώνω.

Κι είπα: Το λάγγεμα να πνίξω και να κάψω

και τα βιβλία και κάθε αχνή σοφία στο φως

σου

κι από τραγούδια νέα φωτιά επική ν` ανάψω

μ` εσέ, Αχιλλέα της Ρωμιοσύνης, Όμηρός
σου!

Το Ελληνόπουλο

 

Τούρκοι διαβήκαν. Χαλασμός. Θάνατος
πέρα ως πέρα.

Η χίο τα` όμορφο νησί, μαύρη απομένει
ξέρα

με τα κρασιά, με τα δεντρά

τ` αρχοντονήσι, που βουνά και σπίτια και
λαγκάδια

και στο χορό τις λυγερές καμιά φορά τα
βράδια

καθρέφτιζε μες στα νερά.

 

Ερμιά παντού. Μα κοίταξε κι απάνω εκεί
στο βράχο,

στου κάστρου τα χαλάσματα, κάποιο παιδί
μονάχο

κάθεται, σκύβει θλιβερά

το κεφαλάκι, στήριγμα και σκέπη του
απομένει

μόνο μιαν άσπρη αγράμπελη σαν τούτο
ξεχασμένη

μες στην αφάνταστη φθορά.

 

-Φτωχό παιδί, που κάθεσαι ξυπόλητο στις
ράχες

για να μην κλαις λυπητερά, τ` ήθελες τάχα
να `χες,

για να τα ιδώ τα θαλασσά

ματάκια σου ν` αστράψουνε, να
ξαστερώσουν πάλι

και να σηκώσεις χαρωπά σαν πρώτα το
κεφάλι

με τα μαλλάκια τα χρυσά;

 

Τι θέλεις, άτυχο παιδί, τι θέλεις να σου
δώσω,

για να τα πλέξεις ξένοιαστα, για να τα
καμαρώσω

ριχτά στους ώμους σου πλατιά

μαλλάκια, που του ψαλιδιού δεν τα `χει
αγγίξει η κόψη

και σκόρπια στη δροσάτη σου τριγύρω
γέρνουν όψη

και σαν την κλαίουσαν ιτιά;

 

Σαν τι μπορούσε να σου διώξει το μαράζι;

Μήπως το κρίνο απ` το Ιράν, που του
ματιού σου μοιάζει;

Μην ο καρπός απ` το δεντρί,

που μες στη μουσουλμανική παράδεισο
φυτρώνει

κι έν` άλογο χρόνια εκατό κι αν πηλαλάει, δε
σώνει

μες` απ` τον ίσκιο του να βγει;

 

Μην το πουλί, που κελαηδάει στο δάσος
νύχτα-μέρα

και με τη γλύκα του περνάει και ντέφι και
φλογέρα;

Τι θες απ` όλα τ` αγαθά

Τούτα; Τ` άνθος; Τον καρπό; Θες το πουλί;

-Διαβάτη!

μου κράζει το Ελληνόπουλο με το γαλάζιο
μάτι:

Βόλια, μπαρούτι θέλω, να!