49ο ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΑΡΧΙΚΗΕΠΙΣΤΡΟΦΗ

ΣΥΣΤΑΣΗ ΝΕΡΟΥ, ΡΥΠΑΝΣΗ, ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ

ΣΥΣΤΑΣΗ ΝΕΡΟΥ Τα φυσικά νερά περιέχουν διάφορες ουσίες οι οποίες είναι ή διαλυμένες ή αιωρούνται και οι οποίες προέρχονται από το γήινο υπόβαθρο της περιοχής, από τη γεωργική ή βιομηχανική δραστηριότητα της περιοχής, από την ατμόσφαιρα και τέλος από τους φυτικούς και ζωικούς οργανισμούς του νερού.
   Πέρα από το υδρογόνο (H), το οξυγόνο (O) και τον άνθρακα (C), τα επικρατέστερα ανόργανα συστατικά των φυσικών νερών είναι τα όξινα ανθρακικά (HCO3-) και τα ανθρακικά (CO2-) ιόντα, το ασβέστιο (Ca), το μαγνήσιο (Mg), το νάτριο (Na), το κάλιο (K), τα θειικά (
SO22-), τα χλωριούχα (Cl-), τα νιτρικά (NO3-) και τα πυριτικά (SiO44-). Άλλα ιόντα, όπως αμμωνιακά (NH4+), νιτρώδη (NO2-), φωσφορικά (PO43-), σίδηρος (Fe), μαγγάνιο (Mn) και φθόριο (F), τα οποία υπάρχουν σε μικρότερες συγκεντρώσεις, είναι σημαντικά είτε για τη βιολογία του νερού είτε γιατί επηρεάζουν συγκεκριμένες βιομηχανικές εφαρμογές του.
   Τα αμμωνιακά (NH4+), τα νιτρώδη (ΝΟ2-), τα νιτρικά (ΝΟ3-), τα φωσφορικά ιόντα (PO43-), το πυρίτιο (Si), τα κατιόντα ασβεστίου (Ca2+), μαγνησίου (Mg2+), καλίου (Κ+), τα ανιόντα θείου(SO42-) κ.λ.π. αποτελούν τα βασικά θρεπτικά συστατικά των φυτικών οργανισμών ενός υδάτινου οικοσυστήματος. Τα θρεπτικά αυτά συστατικά θεωρούνται υπεύθυνα για τον «ευτροφισμό» των φυσικών αποδεκτών. Τα κατιόντα των μετάλλων σιδήρου (Fe2+),μαγγανίου (Mn2+), χαλκού (Cu2+), ψευδαργύρου (Zn2+) και κοβαλτίου (Co2+) αποτελούν τα μικροθρεπτικά στοιχεία των φυσικών νερών καθώς είναι απαραίτητα σε μικρές σχετικά συγκεντρώσεις, με εξαίρεση το σίδηρο που απαιτείται σε μεγάλες συγκεντρώσεις από τους οργανισμούς. Το μαγγάνιο (Mn2+) βρίσκεται σε ανιχνεύσιμες ποσότητες σε όλα σχεδόν τα επιφανειακά νερά και χρησιμοποιείται από φυτοπλαγκτονικούς οργανισμούς σε ποσότητα που ποικίλει ανάλογα με το είδος του οργανισμού. Οι συγκεντρώσεις του χαλκού (Cu2+) στο νερό των φυσικών νερών κυμαίνονται από πρακτικά μη ανιχνεύσιμα επίπεδα μέχρι μερικές εκατοντάδες mg/m3. Το ίδιο ισχύει για τον ψευδάργυρο (Zn2+) και το κοβάλτιο (Co2+).
     Εκτός από τα παραπάνω, στο νερό είναι δυνατόν να υπάρχει κάθε στοιχείο του περιοδικού πίνακα σε πολύ χαμηλές συγκεντρώσεις (μερικών μg/l). Στην περίπτωση αυτή αναφερόμαστε στα ιχνοστοιχεία, τα οποία είναι απαραίτητα για τη ζωή και συμμετέχουν στις μεταβολικές διεργασίες των οργανισμών.

b_632_sea-dissolved-salts.jpg

Το επικρατέστερο στοιχείο του θαλασσινού νερού είναι το χλώριο (Cl2), το οποίο βρίσκεται διαλυμένο με τη μορφή ανιόντων (Cl-). Η συγκέντρωσή του είναι της τάξης των 19 g/Kg. Στο θαλασσινό νερό υπάρχουν επίσης ιόντα νατρίου (Na+) 11 g/Kg, μαγνησίου (Mg2+) 1,3 g/Kg και θείου με τη μορφή των θειικών (SO42-) 0,9 g/Kg. Οι συγκεντρώσεις των ιόντων του ασβεστίου (Ca2+), του καλίου (Κ+), των βρωμιούχων (Br-) και των όξινων ανθρακικών (HCO3-) είναι της τάξης του 0,001%. Τα υπόλοιπα στοιχεία βρίσκονται στο θαλασσινό νερό σε ακόμα χαμηλότερες συγκεντρώσεις. Όπως σε όλα τα φυσικά νερά, έτσι και στο θαλασσινό νερό βρίσκονται διαλυμένα αέρια όπως το οξυγόνο (Ο2) και το διοξείδιο του άνθρακα (CO2). Εκείνο όμως που είναι πολύ σημαντικό για το θαλάσσιο περιβάλλον είναι η σταθερότητα της τιμής του pH του θαλασσινού νερού, το οποίο κυμαίνεται σταθερά από 7,5 – 8,5 και αυτό οφείλεται στην παρουσία των ανθρακικών ιόντων (CO32-) τα οποία δρουν ως ρυθμιστικά διαλύματα. Τιμές του pH μικρότερες από 5,0 ή μεγαλύτερες από 9,0 είναι τοξικές για την υδρόβια ζωή.

thalassa.jpg

ΡΥΠΑΝΣΗ ΝΕΡΟΥ

   Κατά τις τελευταίες δεκαετίες η φυσική ποιότητα των υδατικών πόρων μεταβλήθηκε σημαντικά εξ’ αιτίας των διαφόρων ανθρώπινων δραστηριοτήτων και χρήσεων του νερού. Οι περισσότερες περιπτώσεις ρύπανσης αναπτύχθηκαν βαθμιαία μέχρις ότου έγιναν φανερές και μετρήσιμες. Χρειάστηκε πολύς χρόνος μέχρι να φτάσει ο άνθρωπος στην αναγνώριση των προβλημάτων ρύπανσης και ακόμα περισσότερος για να γίνουν οι απαραίτητες μετρήσεις και οι έλεγχοι. Στα μέσα του εικοστού αιώνα και ταυτόχρονα με τη μεγάλη βιομηχανική ανάπτυξη, εμφανίστηκε στα μεγάλα ποτάμια της Ευρώπης και Β. Αμερικής, το πρόβλημα της σοβαρής εποχιακής μείωσης του οξυγόνου, το οποίο οφειλόταν στην υπερφόρτωση των ποταμών με αποικοδομούμενα οργανικά λύματα αστικής και βιομηχανικής προέλευσης. Το γεγονός αυτό προκάλεσε γενική υποβάθμιση της ποιότητας των νερών τους. Το πρόβλημα αυτό ακολούθησαν και άλλα διαφορετικής μορφής, έκτασης και έντασης ποιοτικά προβλήματα (ευτροφισμός, συσσώρευση βαρέων μετάλλων και οργανικών μικρορρύπων, όξυνιση και τέλος αύξηση της συγκέντρωσης των νιτρικών).

DSC05892.jpg
Οι νιτρικές ενώσεις στα νερά προέρχονται, συνήθως, από τη χρήση λιπασμάτων και την απόρριψη λυμάτων και ιλύος.

  Η υπερφόρτιση των υδατορευμάτων με βιοαποικοδομήσιμα οργανικά απόβλητα από τους παρόχθιους οικισμούς και βιομηχανίες αντιμετωπίστηκε με την εγκατάσταση βιολογικών σταθμών επεξεργασίας και το αποτέλεσμα ήταν η βαθμιαία αποκατάσταση της ποιότητας του νερού των ποταμών. Παράλληλα όμως εμφανίστηκε το πρόβλημα του ευτροφισμού, που οφείλεται στις εισροές κυρίως φωσφόρου και αζώτου. Ο έλεγχος του ευτροφισμού επιτεύχθηκε με την μείωση του φώσφορου, ενός από τα βασικά θρεπτικά συστατικά, αν και η αποκατάσταση των λιμνών και ταμιευτήρων γίνεται βραδέως και για την πλήρη αποκατάσταση τους απαιτείται αρκετός χρόνος. Στη δεκαετία του 1970 νέα προβλήματα εμφανίζονται από τη βαθμιαία αύξηση των βαρέων μετάλλων στα ιζήματα και στο νερό των ποταμών και λιμνών. Η βιοσυσσώρευση στα ψάρια είχε σαν αποτέλεσμα την ανάγκη επέμβασης στις πηγές τους, ιδιαίτερα των πιο επιβλαβών μετάλλων, όπως ο υδράργυρος και ο μόλυβδος. Την ίδια περίοδο η ρύπανση του περιβάλλοντος εισέρχεται σε μια νέα φάση από την παραγωγή και χρήση πολλών συνθετικών ουσιών. Το αποτέλεσμα είναι να υπάρχουν αυτές παντού σήμερα στα υπόγεια και επιφανειακά νερά.
    Άλλα προβλήματα που εμφανίστηκαν αυτή την περίοδο είναι η ατμοσφαιρική  μεταφορά των αερίων ρύπων από τις καύσεις των ορυκτών καυσίμων, η οξίνιση των λιμνών και των ποταμών και η μεταφορά των ρύπων αυτών στα υπόγεια νερά.
     Από τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ογδόντα παρατηρήθηκε ότι τα νιτρικά στα υπόγεια και επιφανειακά νερά σε πολλές περιπτώσεις υπερβαίνουν τα συνιστώμενα όρια. Η αιτία είναι η εκτεταμένη χρήση των αζωτούχων λιπασμάτων και των στερεών αποβλήτων (ζώων και λάσπης βιολογικών σταθμών). Τα τελευταία χρόνια τα περιβαλλοντικά προβλήματα επεκτείνονται σε παγκόσμια κλίμακα. Στα προβλήματα αυτά περιλαμβάνονται η αύξηση της θερμοκρασίας λόγω του φαινομένου του θερμοκηπίου από την αύξηση των εκπομπών κυρίως του CO
2, η αύξηση του επιπέδου της θάλασσας από το λιώσιμο των πάγων των πόλων, οι μεγάλες και καταστροφικές πλημμύρες λόγω της αύξησης της ραγδαιότητας των βροχών, και η ερημοποίηση νέων εκτάσεων λόγω των κλιματικών αλλαγών.

DSC03679.JPG
Συγκέντρωση υδραργύρου στο νερό, το πλαγκτόν και τα ψάρια της λίμνης Powell, στην Αριζόνα, στις ΗΠΑ

  Η χώρα μας, η οποία δεν ακολούθησε την ίδια πορεία ανάπτυξης με αυτή των χωρών της Βόρειας Ευρώπης, δεν αντιμετώπισε με την ίδια χρονολογική ακολουθία και ένταση παρόμοια προβλήματα ρύπανσης των επιφανειακών υδατικών πόρων της. Όμως η συγκέντρωση του πληθυσμού σε ορισμένα αστικά κέντρα, η ευρύτατη και ανεξέλεγκτη εφαρμογή χημικών λιπασμάτων και φυτοφαρμάκων στη γεωργία, η ραγδαία αυξανόμενη εισαγωγή χημικών ουσιών στο περιβάλλον, η ευρύτατη διασυνοριακή μεταφορά ρύπων, η γενική αλλαγή των υδρογεωλογικών κύκλων και η απουσία συστηματικής εφαρμογής μέτρων ελέγχου, φέρνουν τη χώρα μας μπροστά σε προβλήματα ρύπανσης δεύτερης και τρίτης γενιάς, τη στιγμή που δεν έχουν ακόμα αντιμετωπιστεί επαρκώς τα «παραδοσιακά» προβλήματα ρύπανσης
  
 Η ρύπανση και η μόλυνση των υδατικών πόρων απασχολεί επί δεκαετίες τη διεθνή κοινότητα. Η μόλυνση του νερού από παθογόνους μικροοργανισμούς είναι το κύριο πρόβλημα στις περισσότερες υπανάπτυκτες και αναπτυσσόμενες χώρες, ενώ η χημική ρύπανση του νερού έχει ανακύψει σαν εξίσου σοβαρή απειλή σ’ όλες τις χώρες με γεωργική και βιομηχανική ανάπτυξη.

 ΠΗΓΕΣ ΚΑΙ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΡΥΠΑΝΣΗΣ ΥΠΟΓΕΙΩΝ ΝΕΡΩΝ

  Η διαμόρφωση της ποιότητας του νερού στο έδαφος και τους υπόγειους υδροφορείς εξαρτάται από τη μεταφορά μάζας των διαφόρων ουσιών και στοιχείων που την καθορίζουν. Η ποιότητα του υπόγειου και εδαφικού νερού αναφέρεται στη χημική του σύνθεση, με τα διαλυμένα και αιωρούμενα υλικά, στην ενεργειακή του κατάσταση, και στους μικροοργανισμούς. Η διαμόρφωση της σύστασης του νερού είναι αποτέλεσμα φυσικών, χημικών, βιολογικών διαδικασιών και ανθρώπινης επέμβασης, είτε με την απευθείας εισαγωγή χημικών και βιολογικών ουσιών στα υπόγεια νερά, είτε έμμεσα επεμβαίνοντας στις φυσικές διαδικασίες που επηρεάζουν το σύστημα των υπόγειων νερών (π.χ. η εισροή θαλασσινού νερού). Η χημική σύσταση του φυσικού υπόγειου νερού εξαρτάται μόνο από τις φυσικές διαδικασίες και είναι αποτέλεσμα της υδρογεωλογικής και γεωχημικής ιστορίας του. Η ανθρώπινη επέμβαση προσδιορίζεται σε περιοχές με σημαντική χρήση της γης, όπως στις αστικοποιημένες περιοχές, μεταλλεία και αγροτικές περιοχές.

groundwater22.jpg

 

   Το νερό, είτε προέρχεται από τις βροχοπτώσεις ή από τα υγρά απόβλητα που εφαρμόζονται στο έδαφος είναι ο κύριος παράγοντας μεταφοράς ουσιών μέσα στο έδαφος. Το επιφανειακό νερό διηθείται στο έδαφος και διαμέσου της ακόρεστης ζώνης κινείται προς τους υπόγειους υδροφορείς, όπου διακλαδίζεται προς διάφορες διευθύνσεις ανάλογα με τις συνθήκες ροής που επικρατούν στον υδροφορέα. Το ρυπασμένο νερό ακολουθεί τις καθορισμένες διαδικασίες κίνησης του υπόγειου νερού.
   Με την παρέλευση του χρόνου η ένταση της ρύπανσης του νερού είτε μειώνεται μέσα στο υδροφορέα ή το ρυπασμένο νερό οδηγείται προς ένα φρεάτιο ή ευκαιριακά εξέρχεται στα επιφανειακά υδάτινα συστήματα (ποτάμια, λίμνες, θάλασσα).
     Η ταφή των στερεών αποβλήτων (χωματερές από σκουπίδια οικισμών και στερεών αποβλήτων βιομηχανιών) μπορεί να αποτελέσει αιτία υποβάθμισης της ποιότητας των υπόγειων νερών λόγω της έκπλυσης που προκαλεί το νερό που διέρχεται από τη μάζα των αποβλήτων. Τα εκπλύματα (leachates) αποτελούνται από το νερό που κατά την κίνησή του δια μέσου της μάζας των στερεών αποβλήτων εμπλουτίζεται με ρύπους και τα παράγωγα της αποικοδόμησης των αποβλήτων με τις χημικές και βιοχημικές αντιδράσεις.

groundwatercontamination2.jpg

     Η άρδευση σε ξηρά και ημίξηρα κλίματα είναι υπεύθυνη για τη μεταφορά και εναπόθεση των ανόργανων ενώσεων και αλάτων στην ακόρεστη ζώνη. Λόγω της εξατμισοδιαπνοής, αυξάνει η συγκέντρωση των αλάτων στο εδαφικό νερό με αποτέλεσμα το νερό που διηθείται βαθιά να περιέχει διαλυμένα άλατα σε συγκεντρώσεις δύο και τρεις φορές μεγαλύτερες από αυτές του εφαρμοζόμενου νερού. Στα διαπερατά εδάφη, η περίσσεια νερού που περνά τη ζώνη παρασέρνει τα διαλυμένα υλικά (ιδιαίτερα τα ιόντα χλωρίου, θειικών, νιτρικών και νατρίου) στα υπόγεια νερά. Η επαναχρησιμοποίηση και ανακύκλωση του νερού για άρδευση είναι μία σοβαρή διαδικασία συσσώρευσης των αλάτων στα επιφανειακά και τα υπόγεια νερά.

landfill.gif

   Με την εφαρμογή των λιπασμάτων στο έδαφος, που συνήθως περιέχουν ανόργανα στοιχεία, προκαλείται αύξηση των λιπασματικών στοιχείων στο εδαφικό διάλυμα. Ποιοτικά οι πιο επιβλαβείς ρύποι για την υγεία του ανθρώπου, από τη γεωργία, είναι τα νιτρικά ιόντα, τα οποία με μεγάλη ευκολία μεταφέρονται με το νερό που διηθείται βαθιά δια μέσου της ακόρεστης ζώνης του εδάφους και της υπόγειας ροής στους υπόγειους υδροφορείς. Η άρδευση και η εφαρμογή των λιπασμάτων ανόργανου αζώτου φαίνεται ότι συντελούν στην ταχύτατη αύξηση των νιτρικών σε πολλές αγροτικές περιοχές. Αλλά αύξησή τους μπορεί να παρατηρηθεί και σε μη αρδευόμενες περιοχές με οργανικά εδάφη. Σε αυτή την περίπτωση τα νιτρικά απελευθερώνονται κατά την ανοργανοποίηση των φυτικών υπολειμμάτων και των ζωικών αποβλήτων που ενσωματώνονται στο έδαφος. Τα στερεά απόβλητα (κοπριές) των ζώων είναι επίσης σημαντικές πηγές νιτρικών και διαλυμένων αλάτων.

   Τα φυτοφάρμακα που χρησιμοποιούνται σε μεγάλη κλίμακα στη γεωργία για την προστασία των καλλιεργειών από τα έντομα (εντομοκτόνα), μύκητες (μυκητοκτόνα) και βακτήρια (βακτηριοκτόνα) και την καταπολέμηση των ζιζανίων (ζιζανιοκτόνα) αποτελούν σημαντικό κίνδυνο ρύπανσης των υπογείων νερών. Παρ’ότι οι οργανικές ουσίες που χρησιμοποιούνται σαν φυτοφάρμακα είναι ταχείας αποικοδόμησης, σημαντικές ποσότητες αυτών και των προϊόντων της διάσπασής τους έχουν καταγραφεί στα υπόγεια νερά.

landscape_1200x776.jpg
Πιο λεπτομερές διάγραμμα ρύπανσης (με κόκκινο) από τη Υπηρεσία Προστασίας Περιβάλλοντος των ΗΠΑ

ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΝΕΡΟΥ

 

   Τα έργα για την επεξεργασία του νερού και των υγρών αποβλήτων είναι σημαντικότατα έργα υποδομής επειδή από αυτά εξαρτάται η προμήθεια του ανθρώπου με νερό κατάλληλης ποιότητας. Είναι επίσης προφανές ότι η ποιότητα των φυσικών νερών (ποτάμια, λίμνες, θάλασσες) που είναι αποδέκτες των υγρών αποβλήτων, εξαρτάται άμεσα από τις διεργασίες που εφαρμόζονται για την επεξεργασία του νερού και των υγρών αποβλήτων.

   Οι συνηθέστερα εφαρμοζόμενες τεχνολογίες βελτιώνονται συνεχώς με στόχο την ποιότητα του περιβάλλοντος και στους φυσικούς πόρους Κατά κανόνα το πόσιμο νερό προέρχεται είτε από υπόγεια (πηγές ή γεωτρήσεις) είτε από γλυκά επιφανειακά νερά (ποταμοί και λίμνες).
Τα υπόγεια νερά συνήθως ικανοποιούν τις απαιτήσεις της Οδηγίας 80/778 της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το πόσιμο νερό. Αυτό επιτρέπει, κατ’ αρχήν, την άμεση χρησιμοποίησή του χωρίς την ανάγκη κάποιας επεξεργασίας. Πολλές φορές όμως και τα υπόγεια νερά απαιτούν επεξεργασία.
   Συνηθέστερη είναι η ανάγκη απομάκρυνσης του σιδήρου(Fe
2+), του μαγγανίου(Mn2+) και της σκληρότητας (Ca2+, Mg2+)του νερού. Η απομάκρυνση των δύο πρώτων επιτυγχάνεται με οξείδωση, με αερισμό ή/και χλωρίωση του νερού.
    Ακολουθεί η καθίζηση. Η απομάκρυνση της σκληρότητας γίνεται είτε με χημική κατακρήμνιση (μέθοδος ασβέστη-σόδας) είτε με ιοντοεναλλαγή. Σε μερικές περιπτώσεις η απαιτούμενη επεξεργασία του υπόγειου νερού μπορεί να είναι ιδιαίτερα πολύπλοκη και δαπανηρή.

diilistirio2.jpg
Η μεταφορά του νερού από το φράγμα του Αλιάκμονα (Αγία Βαρβάρα Βέροιας) μέχρι τις εγκαταστάσεις επεξεργασίας γίνεται μέσω ανοικτής διώρυγας, δίδυμου σιφώνα και κλειστών αγωγών.

   Υπάρχουν περιπτώσεις υπόγειων νερών τα οποία είναι πολύ σκληρά ή περιέχουν υψηλές συγκεντρώσεις θειικών (SO42-) αλάτων. Στις περιπτώσεις αυτές απαιτείται επεξεργασία του νερού με μεμβράνες (αντίστροφη όσμωση)  επιπλέον των τυπικών διεργασιών που εφαρμόζονται στα επιφανειακά νερά.
  Ανάλογα συμβαίνουν και σε περιπτώσεις υφάλμυρων υπόγειων νερών. Τα επιφανειακά νερά δεν πληρούν ποτέ τις προδιαγραφές ποιότητας που τίθενται από τη  νομοθεσία για το «νερό ανθρώπινης κατανάλωσης». Θα πρέπει συνεπώς να απομακρυνθούν κάποια ανεπιθύμητα συστατικά του νερού ή να καταστούν αβλαβή με κατάλληλες φυσικές ή χημικές διεργασίες, οι οποίες πραγματοποιούνται στις εγκαταστάσεις επεξεργασίας νερού (ΕΕΝ).
   Μια αρκετά προχωρημένη επεξεργασία είναι αναπόφευκτη προκειμένου να απομακρυνθούν, τουλάχιστον, ή έστω κατά διαστήματα η υπερβολική θολότητα και οι παθογόνοι μικροοργανισμοί των οποίων η παρουσία στα επιφανειακά νερά δεν μπορεί ποτέ να αποκλεισθεί
     Η Οδηγία 75/440 της Ε.Ε. θέτει όρια ποιότητας για τρεις κατηγορίες Α1, Α2 και Α3 επιφανειακών νερών, σε κάθε μια από τις οποίες αντιστοιχεί μια ελάχιστη επεξεργασία.
     Τα επιφανειακά νερά της κατηγορίας Α1 χαρακτηρίζονται από συγκριτικά χαμηλή ρύπανση εκφρασμένη σε όρους αιωρούμενων στερεών, οργανικού φορτίου, αζώτου και άλλων ρύπων. Ιδιαίτερα χαμηλή πρέπει να είναι η μικροβιακή ρύπανση, δηλαδή η μόλυνση, αφού οι συνιστώμενες μέγιστες συγκεντρώσεις των ολικών κολοβακτηριοειδών (Total Coliforms, TC) και των κολοβακτηριοειδών κοπράνων (Fecal Coliforms, FC) είναι 20 και 50 ανά 100 Ml στα 90% των δειγμάτων. Τις απαιτήσεις αυτές μπορούν συνήθως να ικανοποιήσουν ορεινά υδατορεύματα που δεν είναι αποδέκτες ανθρωπογενούς ρύπανσης. Για τα νερά της κατηγορίας Α1 αρκεί η διύλιση και η απολύμανση.
     Τα Νερά της κατηγορίας Α3 χαρακτηρίζονται από αυξημένες συγκεντρώσεις οργανικής ύλης, αζώτου, φυτοφαρμάκων, υδρογονανθράκων, φαινολών και μερικών άλλων ρύπων σε σύγκριση με τις οριακές τιμές της κατηγορίας Α2. Η απαιτούμενη επεξεργασία περιλαμβάνει εντατικότερες και πρόσθετες διεργασίες ως προς αυτές της Α2 όπως π.χ. η προσρόφηση σε ενεργό άνθρακα

01.jpg
Αχαρνές  ευρύτερη περιοχή ΕΥΔΑΠ

08.jpg
Το ακατέργαστο νερό αφού συλλεχθεί στους ταμιευτήρες, μεταφέρεται σε τέσσερις Μονάδες Επεξεργασίας της Αττικής