49ο ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΑΡΧΙΚΗΕΠΙΣΤΡΟΦΗ

 

ΟΜΟΙΟΤΗΤΕΣ ΚΑΙ ΔΙΑΦΟΡΕΣ

 

Ο Αριστοτέλης αναφέρει τον προσωκρατικό (ελεάτη) Ζήνωνα ως «ευρετή της διαλεκτικής», ενώ παραδέχεται ότι και ο δάσκαλος του Ζήνωνα, ο Παρμενίδης, δεν ήταν «άπειρος», δηλαδή άσχετος με τη διαλεκτική.

Κανένας Προσωκρατικός δεν χρησιμοποίησε τον όρο «διαλεκτική», όμως αν και ως όρος δεν απαντάται, στην πράξη είναι παρών.

 

                                        

Διαλεκτική            –            Ποια είναι η αρχή;          -           Η κότα ή το αυγό

Οι Ίωνες Προσωκρατικοί είναι αυτοί που πρώτοι περιέγραψαν και εξήγησαν τη φύση μη μυθικά, καθένας με τον τρόπο του, και είναι αυτοί που μπορούν να διεκδικήσουν την προϊστορία της έννοιας «διαλεκτική της φύσης», ακριβώς γιατί η φύση σε αυτούς είναι «έμψυχη», είναι ύλη που έχει μέσα της ζωή και κίνηση, και που με διάφορες μεταλλάξεις και μεταβολές δημιουργεί τις διάφορες μορφές ζωής και την ποικιλία που βλέπουμε γύρω μας. Η έννοια «διαλεκτική» πρώτα συνδέθηκε με την κίνηση στη φύση και στη ζωή και μετά με την κίνηση των ιδεών.

Αλλά και μ’ έναν άλλο τρόπο μπορεί να θεωρηθεί διαλεκτική η σκέψη των Προσωκρατικών, ως ένα δούναι και λαβείν ανάμεσα στη φύση και στην κοινωνία ή στον φυσικό και στον ανθρώπινο κόσμο. Η δική μας έννοια της «διακόσμησης του σπιτιού» ήταν οικεία και στους Προσωκρατικούς, μόνο που σπίτι τους ήταν το σύμπαν ολόκληρο!

 

         

Η φύση σαν ζωγραφιά

Οι Προσωκρατικοί πρώτοι συζήτησαν κατεξοχήν το πρόβλημα «φυσικός κόσμος». Έκτοτε οι φιλόσοφοι όλων των εποχών αντιμετωπίζουν τα προβλήματα αυτά με διάφορους τρόπους και δίνουν διάφορες απαντήσεις.

Για τη μεταγενέστερη φιλοσοφία, τα προβλήματα δεν είναι ολωσδιόλου καινούρια, οι φιλόσοφοι τα βρίσκουν δημιουργημένα από την Αρχαιότητα, και μάλιστα είναι υποχρεωμένοι να αφομοιώσουν τις λύσεις που κατά καιρούς έχουν δοθεί, και ή να συμφωνήσουν με αυτές ή να αντιπαρατεθούν μαζί τους. Αντίθετα, στην προσωκρατική φιλοσοφία δεν υπάρχει αυτή η δέσμευση με το παρελθόν, ακριβώς γιατί τότε πρωτοδιατυπώνονται τα προβλήματα, τουλάχιστον στη φιλοσοφική τους μορφή. Τότε για πρώτη φορά οι Προσωκρατικοί συνθέτουν μια συστηματική εικόνα για τον φυσικό κόσμο και δημιουργούν τις αντίστοιχες έννοιες, που και σήμερα χρησιμοποιούνται από τους φυσικούς επιστήμονες. Οι έννοιες «δύναμης», «μέγεθος», «κίνησης», η έννοια του «γίγνεσθαι», του «συνεχούς», του «ασυνεχούς», του «χώρου», του «ατόμου», του «αριθμού» κ.λπ. τότε δημιουργήθηκαν.

Οι πρώτοι Προσωκρατικοί αναζητούν μια «αρχή» του κόσμου, ένα «στοιχείο» που ενυπάρχει μέσα σε όλα, και που παραμένει σταθερό παρά τις φαινομενικές μεταβολές.  Επίσης για πρώτη φορά κατηγοριοποιούνται τα φυσικά φαινόμενα, όπως οι σεισμοί και οι εκλείψεις.

 

            

 

Ο φυσικός κόσμος για τον Προσωκρατικό του 6ου αιώνα –και όχι μόνο γι’ αυτόν– είναι ένα ζωντανό σύνολο, που παρά τη φαινομενική ποικιλία του αποτελείται από μια ουσία η οποία, ενώ υφίσταται μετατροπές, στο βάθος μένει ίδια, όπως για παράδειγμα ο «αέρας» του Αναξιμένη, που με πύκνωση ή αραίωση γίνεται χώμα, νερό κ.λπ.

Έτσι οι Ίωνες Προσωκρατικοί θεωρούνται, και είναι, οι πρώτοι φιλόσοφοι του ευρωπαϊκού χώρου, οι πρώτοι αληθινοί φιλόσοφοι του δυτικού πολιτισμού. Παρόλο που το αντικείμενό τους, ο φυσικός κόσμος, η δημιουργία και η λειτουργία του, ήταν αντικείμενο και προγενέστερης διανόησης, της ησιόδειας π.χ., υπάρχει ένα διακριτικό γνώρισμα που διαφοροποιεί τη σκέψη των Προσωκρατικών από κάθε προγενέστερη, ελληνική ή μη. Ενώ δηλαδή ο Ησίοδος, ο άμεσος προγονός τους, στη Θεογονία του δίνει καταλόγους με δεκάδες ονόματα θεών, ηρώων και θεοποιημένων φυσικών δυνάμεων, οι Ίωνες Προσωκρατικοί με πρώτο τον Θαλή ζητούν και βρίσκουν μια ενυπάρχουσα παντού και ενοποιούσα τα πάντα «ουσία» ή «αρχή».

Αυτή η σταθερή και αναλλοίωτη ουσία πίσω από την ποικιλία των φαινομένων ήταν για τον Θαλή το «νερό», για τον Αναξιμένη ο «αέρας» κ.ο.κ., μέχρι που φθάνουμε στον Δημόκριτο και τα «άτομα», διαπιστώνοντας έτσι και την προϊούσα εξέλιξη και τάση για αφαίρεση μέσα στα όρια της ίδιας της προσωκρατικής σκέψης – και εννοούμε με αυτό την εξέλιξη από το συγκεκριμένο και χειροπιαστό «νερό» του Θαλή στα αφηρημένα και ιδεατά «άτομα» του Δημόκριτου.

Η αντικατάσταση αυτή λοιπόν των «πολλών» από το «ένα» είναι και η ληξιαρχική πράξη γέννησης της ευρωπαϊκής φιλοσοφίας, ακριβώς γιατί προϋποθέτει τη διαδικασία της αφαίρεσης, που πρωτοδημιουργείται και πρωτοεμφανίζεται με τον Θαλή, κάτι που θα οδηγήσει σταδιακά στη δημιουργία της «έννοιας», του κατεξοχήν εργαλείου της Φιλοσοφίας. Μήπως και ο μονοθεϊστής Ξενοφάνης ανάλογα δεν σκέφτηκε; Πολέμησε την παραδοσιακή, πολυθεϊστική θρησκεία και αντικατέστησε τους πολλούς και απλοϊκούς στη σύλληψη τους θεούς από έναν, εισάγοντας έναν φιλοσοφικό και όχι θρησκευτικό μονοθεϊσμό, ακριβώς όπως ο Θαλής ανακάλυψε πίσω από την ποικιλία των φυσικών φαινομένων τη μία «ουσία».

 

 

     

Η κρυφή εκδίκηση της φύσης του φωτογράφου Mitcheal Krog

 

Φυσικά όλα αυτά προϋποθέτουν την αφύπνιση του ατομικού Εγώ ως κέντρου δράσης του ατόμου-υποκειμένου και την έντονη βίωση της αυτοσυνειδησίας του. Η βίωση αυτή εκφράζεται με τη διήγηση σε πρώτο ενικό πρόσωπο, κάτι που είναι άγνωστο στον Όμηρο, πρωτοεμφανίζεται δειλά στον Ησίοδο, ενώ ισχυροποιείται στους λυρικούς ποιητές, στην προσωκρατική φιλοσοφία και την αρχαϊκή τέχνη. Ο προσωκρατικός φιλόσοφος του 6ου π.Χ. αιώνα, που μας ενδιαφέρει ιδιαίτερα, πολλές φορές αναφέρεται στον εαυτό του με πρώτο ενικό πρόσωπο και την αντωνυμία εγώ. Κάτι ανάλογο, με έμμεσο τρόπο εκφρασμένο, συναντάμε και στα καθαρά κοσμολογικά τους αποσπάσματα. Σ’ αυτά οι Προσωκρατικοί δεν μιλάνε για το Εγώ τους ως ενιαίο σύνολο και κέντρο, αλλά για τον φυσικό κόσμο που περιβάλλει το Εγώ τους, και τον ερμηνεύουν και αυτόν ως κάτι ενιαίο και αμετάβλητο παρά τις φαινομενικές αλλαγές – προβάλλοντας προφανώς προς τα έξω το αυτοσυναίσθημά τους.

Βεβαίως οι Προσωκρατικοί έχουν διαφορές ως προς τα πορίσματα τους, όμως συμφωνούν ως προς το θεμελιακό θέμα ότι η αρχή του κόσμου είναι μία: ένα «έμψυχο» στοιχείο, που μεταλλάσσεται σε πολλά και διαφορετικά. Κοινή έχουν ακόμα την τάση να ερμηνεύσουν αιτιοκρατικά τα φαινόμενα, την τάση να καταργήσουν τις μυθικές κοσμοερμηνείες και να ερευνήσουν τον κόσμο με το λογικό τους. Χαρακτηριστική είναι η έκφραση του Ξενοφάνη, από τους παλαιότερους: «αυτό που ονομάζουν Ίριδα, νέφος είναι κι αυτό» και του Αναξαγόρα, από τους νεότερους: «δεν νομίζουν σωστά οι Έλληνες ότι υπάρχει γένεση και φθορά... θα ονόμαζαν σωστότερα τη γένεση μείξη και τη φθορά διαχωρισμό [των σπερμάτων]»

Ένα άλλο κοινό ανάμεσα τους είναι ότι ερευνούν χωρίς συμφέρον, ερευνούν απλώς και μόνο για να μάθουν. Σ’ αυτούς συναντάμε για πρώτη φορά τη χαρά της έρευνας και τον έρωτα της γνώσης. Είναι χαρακτηριστική η φράση που αποδίδεται στον Δημόκριτο: «θα προτιμούσε να βρει μια εξηγητική αρχή παρά να γίνει βασιλιάς των Περσών». Αυτό που τους απασχολεί είναι να βρουν την πρώτη «αρχή», που γι’ αυτούς είναι και η πρώτη ύλη απ’ την οποία είναι φτιαγμένος ο κόσμος.

Πιστεύουν ότι από ένα πρώτο υλικό «στοιχείο» ή «ουσία» όπως είπε ο Αριστοτέλης δημιουργήθηκαν όλα τ’ άλλα με «πύκνωση» και «αραίωση», ενώ από τους μεταγενέστερους Προσωκρατικούς προστίθενται και άλλα στοιχεία, και άλλος τρόπος δημιουργίας. Η «μείξης» (ανάμειξη) και η «διάλλαξης» (διαχωρισμός). Άρα πάλι κάποιου είδους μεταβολή συντελείται στον φυσικό κόσμο, είτε αυτή είναι οργανική είτε μηχανιστική. Από τα υλικά στοιχεία που βλέπουν τριγύρω τους οι πρώτοι Προσωκρατικοί διαλέγουν ένα για να το θεωρήσουν πρωταρχικό, με πρώτο  το νερό, μετά τον αέρα, ακόμα πιο μετά και το νερό και τον αέρα και το χώμα κ.λπ., κ.λπ. Παρατηρούν επίσης και ξέρουν πολύ καλά τις εναλλαγές στη φύση. Την περιοδική αλλαγή των εποχών, την αύξηση και τη φθορά των οργανισμών, τη γέννηση και το θάνατο. Τις ερμηνεύουν ορθολογικά και αιτιοκρατικά, όπως και τη μετουσίωση του ενός στοιχείου στο άλλο.

        

 

Εκτός από τους Ελεάτες, τους «στασιώτας» όπως θα τους πει ο Πλάτωνας όλοι οι άλλοι Προσωκρατικοί ρητά ή υπόρρητα αποδέχονται κίνηση στον φυσικό κόσμο, κίνηση η οποία και τον δημιουργεί και τον συντηρεί. Οι Ελεάτες βγάζουν την κίνηση από τον φυσικό κόσμο και την βάζουν –κατά τραγική ειρωνεία– στον κόσμο της διάνοιας, θεωρούμενοι έτσι εφευρέτες της Διαλεκτικής.

Ο Θαλής πρώτος έθιξε το πρόβλημα της «πρώτης αρχής» ή «πρώτης ουσίας» και είπε ότι αρχή του κόσμου είναι το νερό. Όμως για τον Θαλή το νερό είναι «έμψυχο», δηλαδή με ζωή, πρωταρχικό στοιχείο. Δεν είναι το ανόργανο σώμα που εμείς έχουμε στο νου μας, έχει μέσα του ζωή, και μάλιστα ύλη και ζωή είναι μέσα του ενωμένα. Γι’ αυτό εξάλλου η θεωρία του Θαλή, όπως και των άλλων Ιώνων, ονομάζεται «υλοζωισμός».

Για τον Αναξίμανδρο,  αρχή του κόσμου είναι το «άπειρο». Η ζωντανή και ανεξάντλητη «υλική μάζα», από την οποία όλα προέρχονται και στην οποία όλα καταλήγουν. Ενυπάρχει σε όλα χωρίς να εξαντλείται από αυτά. Τα συγκεκριμένα και πεπερασμένα όντα αποχωρίζονται από τη μάζα του «απείρου», διαγράφουν μια τροχιά και ξαναγυρίζουν σε αυτό.

Ο Αναξιμένης θεωρούσε τον «αέρα» ως το πρωταρχικό «στοιχείο» απ’ το οποίο προέρχονται όλα τα άλλα, ξαναγυρίζοντας έτσι σ’ ένα απτό και συγκεκριμένο στοιχείο, ανάλογο με το νερό του Θαλή. Όπως το νερό του Θαλή και το άπειρο του Αναξίμανδρου, έτσι και ο αέρας του Αναξιμένη είναι «έμψυχος», και συνενώνει μέσα του ύλη και ζωή.

 

                   

               

 

Στον Ηράκλειτο ανήκει μια ιδιαίτερη θέση, ότι στους προηγούμενους απλώς υποφώσκει, σε αυτόν δηλώνεται κατηγορηματικά. Είναι αυτός που με έμφαση τονίζει την «αέναη» και όχι απλώς περιοδική μεταλλαγή του πρωταρχικού στοιχείου και τη δράση των αντιθέτων με κίνητρό τους το πυρ. Είναι αυτός που κατεξοχήν και ρητά μιλάει για τη ροή και το Γίγνεσθαι του φυσικού κόσμου, γι’ αυτό και ανήκει στους «ρέοντας». Εκτός από την έννοια του Γίγνεσθαι καθιερώνει για πρώτη φορά και την έννοια του Λόγου, που έκτοτε δεσπόζει στη φιλοσοφική σκέψη, ακόμα και στη θεολογική. Ο Λόγος είναι «αρχή» απ’ την οποία όλα κατάγονται και με την οποία όλα ρυθμίζονται. Εδώ ο Λόγος δεν είναι προφανώς ρυθμιστική αρχή αλλά μαθηματική αναλογία, σύμφωνα με την οποία γίνεται η μετατροπή του ενός στοιχείου στο άλλο.

 

               

Να μην ξεχνάμε πως για τον Ηράκλειτο, όπως και για τον Αναξίμανδρο παλαιότερα, και για όλους τους αρχαίους ο κόσμος –φυσικός και ανθρώπινος– είναι ενιαίος, κοινωνία και φύση βαδίζουν σύστοιχα, υπάρχει ένα «διαλεκτικό» δούναι-λαβείν ανάμεσά τους και ερμηνεύονται η μία δια της άλλης, δεν υπάρχει προτεραιότητα καμιάς.

Η έννοια του «Γίγνεσθαι» και της «αλλαγής» στάθηκε εφαλτήριο σκέψης για την αρχαία –και όχι μόνο– φιλοσοφία. Πρώτ’ απ’ όλα αποτέλεσε πρόκληση για τον Παρμενίδη, ο οποίος αντιπαρατιθέμενος στο Γίγνεσθαι του Ηράκλειτου μίλησε για το Είναι ως ενιαίο, αδιαίρετο, αγέννητο, ανόλεθρο, και κυρίως ακίνητο και αμετάβλητο. Μάλιστα για να υποστηρίξει την ακινησία του Είναι ή Όντος, ο Παρμενίδης και όλοι οι μαθητές του έγιναν «εφευρέτες της Διαλεκτικής», προσπάθησαν δηλαδή να εφεύρουν λογικά επιχειρήματα που να στηρίζουν την ακινησία και τη σταθερότητα του Είναι. Αλλά και όλοι οι μεταγενέστεροι Προσωκρατικοί –Εμπεδοκλής, Αναξαγόρας, Δημόκριτος– προσπάθησαν να λύσουν το πρόβλημα της Αλλαγής, μάλλον να εξηγήσουν πώς συμβαίνει να υπάρχει στον κόσμο Αλλαγή και Σταθερότητα ταυτόχρονα.

 

                            

Μάτι κροκόδειλου – Αλόγου : Σούρεν Μανβελιάν

Οι Ελεάτες δεν μπορούν να παραδεχτούν πως κάτι αλλάζει και ταυτόχρονα μένει το ίδιο, όπως το παραδέχονταν οι Ίωνες. Αρνήθηκαν την κίνηση και την αλλαγή, αλλά και τον υλοζωισμό των Ιώνων, ο οποίος και εξηγούσε την κίνηση και την αλλαγή χωρίς θεϊκές ή μηχανιστικές παρεμβάσεις. Θέλοντας να δώσουν μια έλλογη εξήγηση για τη μεταβολή και την αλλαγή –και μη βρίσκοντας–, την αρνήθηκαν! Αρνούμενοι όμως την κίνηση και την αλλαγή, χωρίς να το θέλουν και χωρίς να το καταλάβουν άνοιξαν παράθυρο στη Μεταφυσική, ενώ κύριο και κατεξοχήν μέλημα τους ήταν η Φυσική. Επίσης, χωρίς να το θέλουν και χωρίς να το καταλάβουν, έγιναν προάγγελοι της «αδρανούς» ύλης των νεότερων φιλοσόφων.

Το έργο του Παρμενίδη, που έχει τίτλο, όπως και των Ιώνων, Περί φύσεως, είναι ποίημα.

Το ποίημα χωρίζεται σε δύο μέρη· στο πρώτο, που σώζεται σε μεγάλη έκταση, περιγράφεται η Αλήθεια, στο δεύτερο, που σώζεται σε πολύ μικρή, οι ανθρώπινες δοξασίες. Δηλώνεται έτσι ότι υπάρχουν δύο ειδών γνώσεις, η αληθινή που ανταποκρίνεται στο Είναι ή Ον και η απατηλή που ανταποκρίνεται στο μη Είναι ή μη Ον. Αντίστοιχα υπάρχουν δύο είδη πραγματικότητας, το «Είναι» ή «Ον», που αντιστοιχεί στην αλήθεια, και το «μή Είναι» ή «μή Ον», που αντιστοιχεί στις ανθρώπινες δοξασίες.

Αντίθετα από τον Ηράκλειτο που αναγνωρίζει ως Αλήθεια την αέναη μεταβολή και αλλαγή, το Γίγνεσθαι του κόσμου και της ζωής, ο Παρμενίδης αναγνωρίζει ως Αλήθεια μόνο το Είναι ή Ον, δηλαδή το αιώνιο και αναλλοίωτο, το αγέννητο και άφθαρτο «υπάρχον»· πιστεύει ότι το γίγνεσθαι και η ροή είναι απατηλές πληροφορίες των αισθήσεων, είναι αυτό που φαίνεται αλλά δεν είναι, δηλαδή το «μη είναι», όπως χαρακτηριστικά λέει. Αντίθετα από τις αισθήσεις ο Νους μάς παρουσιάζει πάντοτε το αιώνιο και αμετάβλητο Είναι ή Ον, την Αλήθεια.

Ως Είναι ή Ον ο Παρμενίδης δεν εννοεί κάτι ιδεατό και αφηρημένο, αλλά το υλικό και χειροπιαστό «υπάρχον» που γεμίζει το χώρο.

Οι μαθητές του, Ζήνων και Μέλισσος δεν προβάλλουν μια δική τους θεωρία· σκοπός τους δεν είναι να δημιουργήσουν ένα δικό τους σύστημα γνώσεων αλλά να γκρεμίσουν τις αντιλήψεις των αντιπάλων, ώστε να προβληθούν ως ορθές οι δικές τους, δηλαδή του δασκάλου τους.

 

 

Ο Ζήνων ξοδεύει όλες του τις διανοητικές δυνάμεις για να υποστηρίξει την άποψη ότι το Είναι ή Ον είναι ένα, ενιαίο και ακίνητο· εφευρίσκει λογικά επιχειρήματα και καταστρώνει σειρά υποθετικών συλλογισμών που οδηγούν σε αδιέξοδο, προκειμένου να επισημάνει, μ’ αυτό τον τρόπο, τις αντιφάσεις που προκύπτουν αν δεχθεί κάποιος την ιδέα της πολλαπλότητας ή την ιδέα της κίνησης.

Ο Μέλισσος προσπαθώντας να υποστηρίξει το ενιαίο και αδιαίρετο του Όντος φτάνει στο σημείο να το κάνει «άυλο» – γιατί μόνο το άυλο μπορεί να είναι αδιαίρετο! Ανοίγει έτσι παράθυρο σε μεταφυσικές θεωρήσεις του Όντος.

Αν οι Ελεάτες θεωρούνται και είναι εφευρέτες της διαλεκτικής σε διανοητικό επίπεδο, οι Ίωνες, που είναι και αρχαιότεροι, με κορυφαίο τον Ηράκλειτο, μπορούν να θεωρηθούν μακρινοί πρόγονοι της «διαλεκτικής της φύσης» και της Διαλεκτικής γενικά. Γιατί αυτοί σκέφτηκαν τον κόσμο να δημιουργείται και να αναπτύσσεται διαλεκτικά, με τη συνεργασία και την αλληλεπίδραση των αντιθέτων, πολύ πριν οι Ελεάτες κάνουν λόγο για διαλεκτική στη διανοητική σφαίρα.

H ιστορία της προσωκρατικής φιλοσοφίας, όπως τη διασώζουν οι πηγές, είναι μια διαλεκτική, φιλοσοφική διαμάχη. Mια φιλοσοφική διαμάχη μεταξύ των θεωρητικών της ενότητας (Ελεάτες) και των θεωρητικών της πολλαπλότητας του σύμπαντος. (Ίωνες, Πυθαγόρειοι, Εμπεδοκλής, Αναξαγόρας, Ατομικοί).

 

 

Οι Πυθαγόρειοι απέδιδαν πολύ μεγάλη σημασία στα Μαθηματικά, πρεσβεύοντας ότι αυτά αποτελούν την οδό για την απελευθέρωση της ψυχής. Βάσει της πεποίθησης του Πυθαγόρα πως «τα στοιχεία των αριθμών είναι στοιχεία όλων των όντων», οι Πυθαγόρειοι απέδωσαν στην Αριθμητική μέγιστη σημασία, μελετώντας τις ιδιότητές της. Καθώς δε ο αριθμός είναι κάτι που δε γίνεται αντιληπτό μέσω της αίσθησης, αλλά μέσω της νόησης, οι Πυθαγόρειοι αναγκάστηκαν να παύσουν να θεωρούν την ουσία των όντων ως υλική και προσιτή στις αισθήσεις. Αντιθέτως η ουσία γίνεται αντιληπτή, κατά τους Πυθαγόρειους, μόνο μέσω της αφηρημένης σκέψης.

Οι Πυθαγόρειοι πίστευαν πως η ψυχή δε χάνεται με τον θάνατο, αλλά ακολουθεί μια συνεχή διαδικασία μετενσάρκωσης, σε κατώτερες ή ανώτερες μορφές ζωής κάθε φορά, έως ότου επιτευχθεί η τελική κάθαρση που οδηγεί τελικά στην αθανασία της

Συνοπτικώς, η προσωκρατική φιλοσοφική διαμάχη έχει ως εξής. Πρώτος ο μονιστής Παρμενίδης χρησιμοποίησε τα πυθαγόρεια σημεία, για να ασκήσει κριτική στην ιωνική, πυθαγόρεια και ηρακλείτεια υλική μονάδα. Έπειτα, οι μαθητές του Παρμενίδη Ζήνων και Μέλισσος χρησιμοποίησαν την υλική μονάδα των συγχρόνων τους πλουραλιστών Εμπεδοκλή και Αναξαγόρα, για να δείξουν ότι, αφού είναι απείρως διαιρετή, δεν ικανοποιεί την ελεατική λογική. Τέλος, οι πλουραλιστές Ατομικοί, ενέδωσαν στην ελεατική λογική και χρησιμοποίησαν "ατομικά μεγέθη" και τελικώς επιχείρησαν να ανασκευάσουν την ελεατική θεωρία.